Η Τέχνη της Γούνας στη Σιάτιστα
Κείμενο: Δημήτριος Γ. Σιάσιος, Φιλόλογος
Η ανάπτυξη της Γουνοποιίας στη χώρα μας άρχισε στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν η έδρα των σουλτάνων και της οθωμανικής διοίκησης και το κέντρο εμπορίου των γουναρικών που κατέφθαναν από την Ανατολή και Ρωσία, και από ‘κει στις πόλεις που είχαν εργαστήρια γούνας: Καστοριά, Σιάτιστα, Κοζάνη, Ιωάννινα κι αλλού.
Στη «Βασιλεύουσα» διδάχτηκαν την τέχνη της Γούνας, πιθανότατα από Τούρκους τεχνίτες, και οι ξακουστοί «γουναραίοι» τη μετέδωσαν στη συνέχεια και στις άλλες πόλεις του ελλαδικού χώρου. Η κτίση και η ανάπτυξη της Σιάτιστας, όπως είναι γενικά παραδεκτό, είναι αποτέλεσμα των ειδικών συνθηκών που επικράτησαν στη χώρα μας, λίγο πριν ή λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Ο μικρός οικισμός που δημιούργησαν αρχικά βλαχόφωνοι ποιμένες, άρχισε σιγά-σιγά να μεγαλώνει, καθώς δεχόταν πληθυσμούς από άλλες περιοχές, που κατέφευγαν στα ψηλά βουνά αναζητώντας καταφύγιο και συνθήκες ελεύθερης διαβίωσης.
Η αύξηση του πληθυσμού και το άγονο του εδάφους, που αδυνατούσε να συντηρήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό, έστρεψε τους Σιατιστινούς προς άλλες δραστηριότητες και ιδιαίτερα προς το εμπόριο, αρχικά με τη Βενετία. Από τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα και ως τα μέσα του 18ου , οι δραστήριοι πραματευτάδες της Σιάτιστας, όπως και άλλων πόλεων, ακολουθώντας τον τότε γνωστό δρόμο Σιάτιστα-Γρεβενά-Μέτσοβο-Ιωάννινα, κατέληγαν στο λιμάνι του Δυρραχίου, όπου μεταφόρτωναν τα εμπορεύματά τους σε καράβια και κατέληγαν στις Βενετία, Ραγούζα και Τεργέστη. Στα βενετσιάνικα αρχεία, που είδαν το φως της δημοσιότητας, είναι πολλοί οι Σιατιστινοί έμποροι που είχαν εκεί εμπορικούς οίκους και ανέπτυσσαν έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν οι Σιατιστινοί πραματευτάδες μεταξύ των προϊόντων που πωλούνταν στις ευρωπαϊκές αγορές ήταν και προϊόντα της Γουνοποιϊας. Από τις διαθέσιμες γραπτές πηγές δε φαίνεται να προκύπτει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν έγγραφα από τα βενετσιάνικα Αρχεία τα οποία αναφέρονται σε πωλήσεις δερμάτων, κατεργασμένων ή ακατέργαστων. Από τα έγγραφα αυτά μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν εξάγονταν προϊόντα έτοιμα Γουνοποιίας, παρόλο που η Γούνα δουλευόταν τότε στη Σιάτιστα, όπως και αλλού
Από γραπτές μαρτυρίες και ιδιωτικά συμβόλαια, κυρίως προικοσύμφωνα, προκύπτει ότι η τέχνη της Γούνας ασκούνταν στη Σιάτιστα από το 17ο αιώνα, ίσως και παλιότερα, και εξακολούθησε την πορεία της με μεταπτώσεις ως τις μέρες μας. Σημαντικές όμως για τις πληροφορίες που παρέχονται σχετικά με το εμπόριο της Γούνας είναι και 3 Πράξεις του Κώδικα Ζωσιμά.
Χρήσιμες πληροφορίες για τη διαχρονική επεξεργασία και χρήση των γουναρικών στη Σιάτιστα μπορεί να αντλήσει ο ερευνητής και από την πληθώρα Προικοσυμφώνων που, ευτυχώς, έχουν διασωθεί.
Από άλλα έγγραφα του Αρχείου φαίνεται ότι οι Σιατιστινοί έμποροι ασκούσαν ζωηρό εμπόριο, κατά την περίοδο αυτή, εκτός από τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, τη Λειψία και τις βαλκανικές πόλεις, με τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, το Μοναστήρι, τα Ιωάννινα, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Έφταναν ακόμη και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, το εμπόριο που ασκούσαν οι Έλληνες με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης βρίσκεται σε κάμψη για τους γνωστούς πολιτικοοικονομικούς λόγους (ναπολεόντειοι πόλεμοι, υποχώρηση της Αυστρίας κλπ), όπως και το εμπόριο της Γούνας, καθώς άλλαξε η μόδα, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι γυναίκες άρχισαν να φορούν ρούχα από λεπτά και πολύχρωμα υφάσματα και περιόρισαν σημαντικά τη χρήση ενδυμάτων από γούνες. Το αποτέλεσμα ήταν σε κάποιες πόλεις, στις οποίες κατά τους προηγούμενους αιώνες γινόταν επεξεργασία των γουναρικών, να σταματήσει η Γουνοποιϊα, όπως λόγου χάρη στην Κοζάνη και τα Ιωάννινα. Το ότι η επεξεργασία της Γούνας συνεχίστηκε στην Καστοριά και στη Σιάτιστα, οφείλεται στην προσαρμοστικότητα που έδειξαν οι γουναράδες των πόλεων αυτών. Τα ενδύματα από δέρματα γούνας δεν ήταν δυνατό να ανταγωνίζονται τα πολύ φθηνότερα υφασμάτινα ενδύματα. Έτσι λοιπόν, οι γουναράδες, στις δύο αυτές πόλεις, άρχισαν να παράγουν ενδύματα και άλλα είδη από αποκόμματα δερμάτων που ήταν φθηνότερα και ανταγωνιστικά. Παράλληλα οι Σιατιστινοί στράφηκαν και στην παραγωγή και εμπορία άλλων προϊόντων, όπως ήταν το περίφημο σιατιστινό κρασί, τα καπνά, τα παπούτσια και άλλα.
Η παραγωγή γουναρικών με τη χρήση αποκομμάτων αυξάνεται ήδη, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ουαιώνα, για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η αύξηση της μετανάστευσης πολλών Σιατιστινών στην Αμερική, που είχε ξεκινήσει από το τέλος του 19ου αιώνα, σύμφωνα με γραπτές πηγές. Όσοι από τους μετανάστες ήταν γουναράδες και όσοι έμαθαν την Τέχνη της Γούνας στην Αμερική, κυρίως στη Νέα Υόρκη, που ήταν το μεγαλύτερο κέντρο της Γούνας στον κόσμο, άρχισαν να στέλνουν σε σημαντικές ποσότητες χορδάδες με χαμηλό κόστος. Ο δεύτερος είναι ότι το 1915, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία, χρησιμοποιήθηκαν μηχανές για τη ραφή αποκομμάτων. Η χρήση των γουνομηχανών είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους, παράγοντας που εξασφάλιζε την ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων προϊόντων. Ως τότε όλες οι εργασίες –και το ράψιμο- γίνονταν με το χέρι. Παράλληλα αυξήθηκε και ο αριθμός των απασχολούμενων στη Γουνοποιία.
Η ανάπτυξη της Γούνας ξεκίνησε πάλι στο τέλος της δεκαετίας του ’40, και εντείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, οπότε δημιουργήθηκαν και τα πρώτα οργανωμένα εργοστάσια, ενώ, κατά τη δεκαετία του ’70, άρχισε η χρήση ολόκληρων δερμάτων για την παραγωγή προϊόντων Γούνας. Κέντρο της Γούνας για την Ευρώπη το διάστημα αυτό γίνεται η Φραγκφούρτη. Εκεί συρρέουν πολλοί γουναράδες από τη Σιάτιστα και την Καστοριά, για ν’ αγοράσουν χορδάδες και να πουλήσουν τα γουναρικά τους. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, οι δραστήριοι γουναράδες επεκτείνουν τις εμπορικές δραστηριότητές τους σ’ ολόκληρο τον πλανήτη: Στη Ρωσία, την Τουρκία, την Κίνα, τη Λατινική Αμερική και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Όσον αφορά την οργάνωση της επαγγελματικής δράσης τους, πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι οι γουναράδες δε δρούσαν κατά μόνας. Ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, τα εσνάφια ή ρουφέτια, όπως ονόμαζαν τότε τα επαγγελματικά σωματεία. Η οργάνωση των επαγγελματιών σε συντεχνίες ξεκινάει ήδη από το 16ο αιώνα σ’ ολόκληρη την υπόδουλη Ελλάδα, ο ρόλος τους ήταν σημαντικός στην οικονομική και κοινωνική ζωή κάθε περιοχής. Αυτές καθόριζαν τις τιμές αγοράς των πρώτων υλών και της πώλησης των παραγόμενων προϊόντων, τις αμοιβές των απασχολουμένων και τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα κάθε μέλους.
Αναφορά για τη λειτουργία συντεχνίας των γουναράδων στη Σιάτιστα γίνεται και στον «Οδηγό της Ελλάδος» του Νικολάου Ιγγλέση, που δημοσιεύτηκε το 1910-11, αλλά και στα έργα των Σιατιστινών δασκάλων Ιωάννη Αποστόλου και Φιλίππου Ζυγούρη «Ιστορικά Σημειώματα περί Σιατίστης».
Οι γουναράδες, όπως και οι άλλοι δραστήριοι πραματευτάδες, πρόσφεραν πολλά, τόσο για την Παιδεία, όσο και για την κοινωνική ανάπτυξη της Σιάτιστας.