«Σαλά, μαλά κα, φα, νε, κατέ, μπρι και..» – Παιχνίδια αλλοτινών καιρών

Το παιχνίδι για τα παιδιά ήταν  από πάντα η ψυχαγωγία, η ελεύθερη και ευχάριστη απασχόληση του παιδιού.  Έδινε τη δυνατότητα στο    να καταπολεμά τους φόβους του, να εξωτερικεύει τα αισθήματά του, να εξουδετερώνει τη μοναξιά του, να εκτονώνει το θυμό του, να γυμνάζεται, να υπακούσει σε κανόνες. Δημιουργεί μία μικροκοινωνία από μόνο του.

 

Στα παλιότερα χρόνια, τα παιδιά λόγω έλλειψης τεχνολογίας αλλά και της φτώχειας που υπήρχε, δημιουργούσαν παιχνίδια  με άγραφους νόμους και κανόνες.

Χωρίζονταν ανά εποχή, αλλά και φυσικά κοριτσίστικα και αγορίστικα.

Αναφορικά μερικά που ήταν μόνο για  κορίτσια:

Το δαχτυλίδι: σε σχήμα κύκλου και με τα χέρια σε θέση αναμονής για να δεχθούν ένα μικρό αντικείμενο που το έλεγαν δαχτυλίδι. Γύρω από τον κύκλο περιφερόταν μια κοπέλα με το «δαχτυλίδι» στο χέρι το οποίο άφηνε κρυφά σε ένα από τα υπόλοιπα, και έπρεπε οι υπόλοιπες να μαντέψουν που το άφησε.

Ποδαράκια: παιζόταν από 4 κορίτσια.  Τα δύο κάθονταν κάτω, σχηματίζοντας διάφορα εμπόδια με τα χέρια ή τα πόδια τους, τα άλλα δύο πηδούσαν από πάνω, και έχαναν όταν ακουμπούσαν πάνω σ’ ένα από αυτά.

Μπακαλά: παιζόταν με έξι μικρές πέτρες (μπάκαλα). Επέλεγαν κατά προτίμηση στιλνάρες (μικρές γυαλιστερές πέτρες από αμμοχάλικο). Με το ένα χέρι σχημάτιζαν καμάρα και μπούκο. Με το άλλο χέρι πετούσαν τα μπάκαλα ψηλά και πριν αυτά πέσουν στο έδαφος έπρεπε να τα περάσουν από την καμάρα και μέσα στο «μπούκο». Αν σε κάποια από τις προσπάθειες αυτές έπεφτε κάτω το «μπάκαλο» τότε έχαναν τη σειρά τους.

Ένα λεπτό κρεμμύδι: κορίτσια χωρίζονταν σε δυο ομάδες και παρατάσσονταν σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, αντικριστά και εναλλάξ, προκαλούσε η μία την άλλη μ’ ένα τραγουδάκι:

Μετά το κορίτσι πήγαινε στην άλλη ομάδα και συνεχιζόταν το παιχνίδι:

Τα αγορίστικα παιχνίδια φυσικά ήταν πολύ περισσότερα και ποικίλα και φυσικά πιο ζωηρά.

Αφού μαζευόταν τα απαραίτητα άτομα, γινόταν ο διαχωρισμός των ομάδων:

«Σαλάτα, μαλάτα, κάτσι φάτα, ανέβα, κατέβα, μπριτσ’κους κι έβγα…» ή άλλιως «Σαλά, μαλά κα, φα, νε, κατέ, μπρι και..»

Υπήρχαν παιχνίδια που απαιτούσαν γνώση της κατασκευαστικής τους τέχνης αλλά και επιδεξιότητα  για τη σωστή λειτουργία τους όπως η «χπάρα», ή «τσλίστρα» και τα απαγορευμένα, όπως η σφεντόνα, και η πλακατούρα. Η σουρίχτρα και η ζαμπούνα, η σφιντόνα.

ΖΑΜΠΟΥΝΑ: κατασκευαζόταν από χλωρό ίσιο ξύλο καρυδιάς. Αφαιρούσαν τον φλοιό, λέπταιναν τη μια άκρη, κατόπιν την πίεζαν ώστε να γίνει μικρότερο το άνοιγμα, και με το φύσημα, να παράγεται ο χαρακτηριστικός ήχος της ζαμπούνας.

ΧΠΑΡΑ: γινόταν από ξύλο βουζλιάς, (κουφοξυλιάς). Αφαιρούσαν την ψύχα, και προσάρμοζαν ένα ξύλινο έμβολο στο άνοιγμα που δημιουργούσαν κατά μήκος του ξύλου.  Στο μπροστινό μέρος της τρύπας βάζανε μικρά μπαλάκια από χαρτί, πιέζανε με δύναμη το έμβολο που εκτόξευε με δύναμη  προκαλώντας δυνατό κρότο.

ΤΣΛΙΣΤΡΑ: κατασκευή από ξύλο βουζλιάς, γινόταν και αυτή με αφαίρεση της ψύχας. Στο μπροστινό μέρος, στην οπή, εφαρμοζόταν μικρό  κομμάτι ξύλου καλά σφηνωμένο στο κέντρο του οποίου ανοίγανε μια τρύπα με βελόνα. Στο πίσω μέρος προσαρμοζόταν ένα έμβολο που βοηθούσε να ρουφά νερό, ώστε να γεμίζει κατά μήκος όλο το άνοιγμα. Με πίεση στο έμβολο το νερό που υπήρχε μέσα έφευγε με δύναμη από την μικρή τρύπα.

ΣΚΛΑΒΑΚΙ:  Παιζόταν από δύο ομάδες που παρατάσσονταν αντικριστά σε μια μεγάλη απόσταση και σε ευθεία γραμμή, τη λεγόμενη σημάδι. Τα σημάδια καθορίζονταν ως εξής: από κάθε ομάδα επιλεγόταν ο ικανότερος στο τριπλούν, ο οποίος πήγαινε στην αντίπαλη ομάδα και πηδούσε. Το σημείο που πατούσε για να πηδήξει ήταν το σημάδι του φύλακα. Προσπαθούσαν έτσι να τοποθετούν όσο πιο μακριά γινόταν τους σκλάβους της ομάδας τους από τον φύλακα. Οι σκλάβοι δεν είχαν το δικαίωμα να μετακινηθούν για να διευκολύνουν την απελευθέρωσή τους. Το παιχνίδι ξεκινούσε με το να βγαίνει ένα   παιδί στη μέση περίπου της απόστασης και προκαλούσε την αντίπαλη ομάδα. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να τον προλάβουν και  να τον αγγίξουν με τρία χτυπήματα λέγοντας «σ’ έχω» οπότε τον έπαιρναν στην πλευρά τους ως  σκλάβο τοποθετώντας τον στην ειδική γραμμή απ οπου περίμεναν τους δικούς τους συμπαίκτες να τους ελευθερώσουν. Δεν ξεχνούσαν όταν έβγαιναν να κυνηγήσουν, να γυρίζουν πίσω να πάρουν «σμάδ» το παιχνίδι τελείωνε όταν η μια ομάδες συγκέντρωνε όλους τους αντιπάλους στην πλευρά της ως σκλάβους.

ΨΙΛΟΚΟΥΜΗΤΟ: βασικός κανόνας του παιχνιδιού ήταν παίκτες που συμμετείχαν να μην έχουν δικαίωμα να πατούσαν στο έδαφος, παρά μόνο σε κάοιο ψηλότερο σημείο, όπως πέτρα, σκαλοπάτι κτλ

ΚΑΒΑΛΙΣ: παιζόταν με δυο ομάδες. Λάχνιζαν (κλήρωναν) ποια ομάδα θα ήταν ο μέσα κύκλος και ποια η έξω. Η έξω ομάδα «καβαλίκευε» τη μέσα.  Τότε η «μάνα» όπως ήταν καβάλα έκλεινε με την παλάμη του χεριού τα μάτια του αντιπάλου και φωνάζοντας δυνατά «Μπουράϊ-μπουράϊ στου παπά μας την αυλή-φύτεψα μια λεμονιά-λεμονιά, πορτοκαλιά πόσα ξύλα στα βουνά», σήκωνε το άλλο χέρι και έδειχνε έναν αριθμό δαχτύλων. Ο κάτω παίχτης έπρεπε να μαντέψει τον αριθμό. Αν τον έβρισκε η μέσα ομάδα ερχόταν έξω και συνεχιζόταν το παιχνίδι, αν δεν τα κατάφερνε, προσπαθούσε μέχρι να  βρεί τον αριθμό.

ΝΤΟΜΙΝΟ: παιζόταν από δυο ισάριθμες ομάδες. Οι ομάδες πετούσαν πότε η μία πότε η άλλη ένα τόπι και σκοπός των παικτών ήταν να πιάσουν το τόπι  πριν πέσει κάτω. αυτός που το έπιανε περνούσε στην αντίπαλη ομάδα και καβαλίκευε αυτόν που είχε ορίσει να είναι ζευγάρι. Αν το έπιανα το τόπι, τότε η ο μάδα του ερχόταν στην αντίπαλη πλευρά και ήταν υποχρεωμένη να τους μεταφέρουν στους ώμους (καβάλα) στην θέση τους.

ΤΣΙΛΕΓΚΑ:  εξαρτήματα του παιχνιδιού ήταν: η τσιλέγκα. Ένα ίσιο και ανθεκτικό κομμάτι ξύλου 25 με 30εκ. περίπου πελεκημένο στις δυο άκρες του για να γίνουν πιο λεπτές, ώστε αφημένο στο χώμα να δημιουργείται κενό ως προς την επιφάνεια του εδάφους στις άκρες του και με ένα δυνατό χτύπημα να σηκώνεται πιο εύκολα από το έδαφος. Το τσιλιγκάρ, από ξύλο κρανιάς κατά προτίμηση, συνήθως λίγο μεγαλύτερο από ένα μέτρο. Στόχος του παιχνιδιού ήταν να χτυπήσει ο παίχτης με το τσιλιγκάρ την άκρη της τσιλέγκας, αυτή να ανυψωθεί και ο παίχτης να την προλάβει στον αέρα και με δυνατό χτύπημα να την στείλει όσο πιο μακριά γίνεται.

ΤΣΑΜΑ – ΤΣΑΜΑ ΤΣΟΥΚ:  χρειαζόταν για το παιχνίδι: μια ξύλινη βέργα που  λεγόταν «ριζά», την οποία καρφώνανε στη γη όσο πιο βαθιά γινόταν, αρκεί να έμενε έξω τμήμα γύρω στα 10 με 15εκ.. μικρά τμήματα από ξύλο, τόσα όσοι και οι παίκτες. Και ένα μαχαίρι (φότσια). Κυκλικά και σε μια ακτίνα από τη «ρίζα» που καθοριζόταν με φουρκές (τεντωμένες παλάμες) μπήγονταν τα ξυλαράκια ένα για κάθε παίκτη. Με τη σειρά, κάθε παιδί πετούσε με δύναμη κάρφωνε το μαχαίρι στη γη φωνάζοντας «τσάμπα-τσάμα τσουκ». Στόχος ήταν το μαχαίρι να καρφωθεί όσο το δυνατόν βαθύτερα, γιατί το κομμάτι που καρφωνόταν στη γη ήταν το μέτρο που καθόριζε πόσο θα μεταφερθεί κοντά στη ρίζα απο το ξυλαράκι. Ο τελευταίος έπρεπε να βγάλει τη ρίζα από τη γη και όσο διαρκούσε η προσπάθεια δεχόταν χτυπήματα από τους υπόλοιπους οι οποίοι συγχρόνως φώναζαν «τράβα γάιδαρε τη ρίζα» και εκείνος απαντούσε «εγώ τραβάω κι αυτή δεν βγαιν’»

ΛΑΓΟΙ: δύο ομάδες παιδιών. Η μια ομάδα ήταν τα «σκυλιά» και η άλλη οι «λαγοί». Μετά συμφωνούσαν αν οι λαγοί είχαν δικαίωμα να κρυφτούν σ’ όλο το χωριό ή σε κάποιους μαχαλάδες. Δουλειά των σκυλιών ήταν να τους ανακαλύψουν.

ΓΙΔΙΑ-ΣΤΡΟΥΓΓΕΣ: για το παιχνίδια αυτό, μάζευαν κομμάτια από σπασμένα γυάλινα οικιακά σκεύη. Μ’ αυτά παρίσταναν πως έχουν ένα κοπάδι γιδοπρόβατα. Ανάλογα με το μέγεθος, το χρώμα, το πάχος, το είδος των γυαλιών τα χωρίζανε σε γαλάρια, στείρα, τραγιά κτλ. Τα χερούλια από τις κανάτες ήταν τα σκυλιά. Μετά έκαναν τη στρούγκα, και ακολουθούσαν όλες οι διαδικασίες βοσκής, συγκέντρωσης στη στρούγκα, άρμεγμα κτλ.

ΣΚΑΜΝΑΚΙΑ: ένα  παιδί δημιουργούσε με το σώμα του εμπόδιο, σκαμνάκι, σκύβοντας και ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατα.  Τα υπόλοιπα παιδιά πηδούσαν απάνω από το «εμπόδιο» και έπαιρνε την ίδια θέση και στάση ως δεύτερο εμπόδιο με το πρώτο παιδί. Το ίδιο έκαναν και τα υπόλοιπα, και φώναζαν: «πρώτη ελιά, δεύτερη με τα κλαδιά, Τρίτη με τα χάσικα πηδάτε βρε μπαγάσικα»

ΜΠΙΖΙΟΥ: οι συμμετέχοντες είχαν ένα τενεκέ μικρό και μια κρανιά στο χέρι. Σχημάτιζαν κύκλο και στη μέση ανοίγανε μια τρύπα  και προσπαθούσαν με τις κρανιές ο καθένας για λογαριασμό του να βάλει τον τενεκέ στην τρύπα και να κερδίσει.

ΑΛΑΜΑΝΤΡΙ: ένα παιδί έκανε τον κουτσό, και προσπαθούσε να πιάσει κάποιον και να τον κλοτσήσει φωνάζοντας «αλαμαντρί». Αυτόν που θα πετύχαινε, έπαιρνε τη θέση του κουτσού.

Μπίλιες, βασιλιάς, ξυλοπόδαρα, γκλαβλοϋρους, μακριά γαϊδούρα, ήταν μερικά ακόμα παιχνίδια που στο πέρασμα του χρόνο είτε χάθηκαν, είτε απλά άλλαξαν ονομασία και συνεχίζου να παίζονται από τα μικρά παιδιά στις γειτονιές τα καλοκαίρια

 

 

Πηγή: Αυγερινός, Το γραφικό κεφαλοχώρι, απαστράπτουσα κορωνίδα του Βοϊου (1630-2010), Έκδοση Συλλόγου Αυγερινιωτών Θεσσαλονίκης

 

 

 

 

 

 

Exit mobile version