Το Μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου
Το Μοναστήρι της Παναγίας στο Μικρόκαστρο είναι το μεγαλύτερο του Βοΐου και αποτελεί το κέντρο της πνευματικής και κοινωνικής δραστηριότητας της Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης.
Η ιστορική του αφετηρία ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα. Αρχικά λειτούργησε ως προσκυνηματικός ναός, όμως αργότερα με την προσθήκη κτισμάτων διαμορφώθηκε σε μοναστήρι. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πλήρωνε τους δασκάλους των γύρω χωριών και αποτέλεσε καταφύγιο διωκομένων, φτωχών και δύστυχων ανθρώπων.
Το καθολικό της μονής είναι κατάγραφο από Βυζαντινής τέχνης τοιχογραφίες. Πολυτιμότερος θησαυρός είναι η Εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, της οποίας η ιστόρηση αναφέρεται στον 15ο αιώνα.
Η μονή μετατράπηκε σε γυναικεία το έτος 1993. Η νέα αδελφότητα, αποτελούμενη από 20 μοναχές, έχει οργανωμένη κοινοβιακή ζωή και επιτελεί έργο πνευματικής αναβάθμισης της περιοχής. Την ημέρα εορτασμού του μοναστηριού γίνεται πραγματικά το αδιαχώρητο. Τότε αναβιώνει και το ιδιότυπο έθιμο των Καβαλάρηδων της Σιάτιστας.
Το Μοναστήρι του Αγ. Αθανασίου Εράτυρας
Το μοναστήρι βρίσκεται 2 χιλιόμετρα επάνω από την Εράτυρα, στους πρόποδες του Σινιάτσικου, σε υψόμετρο 900 μέτρα. Χτίστηκε πιθανότατα πριν το έτος 1600, ενώ μετά το 1700 άρχισε η περίοδος της μεγάλης ακμής του. Έχει υποστεί κατά καιρούς πολλές καταστροφές από πυρκαγιές και επιδρομές. Αμέσως μετά από τη μεγάλη καταστροφή του 1794 ανοικοδομήθηκε. Τότε χτίστηκε και η περίφημη Κούλια, ένα κτίριο με χοντρούς ψηλούς τοίχους και πολεμίστρες, που χρησίμευε ως καταφύγιο των κατοίκων.
Ο ναός του έχει ξυλόγλυπτο τέμπλο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος και το ύψος του. Κάποτε υπήρχε εδώ μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλά χειρόγραφα, κάποια εκ των οποίων βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Το Μοναστήρι Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυόβουνου
Το ακμάζων ανδρικό μοναστήρι βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα επάνω από το Δρυόβουνο σε απομονωμένη τοποθεσία. Η ίδρυσή του ανάγεται στο έτος 1592, ενώ η αγιογράφησή του ολοκληρώθηκε το 1652. Ο ναός ιστορήθηκε από το ζωγράφο Νικόλαο από το Λινοτόπι, ενώ ειδικά ο νάρθηκας από τον Αργύρη Κριμνιώτη. Εδώ έφτασε ο Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος αφού κήρυξε, επιδόθηκε στην περιποίηση των μοναχών που ασθενούσαν λόγω επιδημίας. Έφερε νερό από τη διπλανή πηγή, τέλεσε αγιασμό, έδωσε στους μοναχούς να πιούν και εκείνοι θεραπευτήκαν. Έκτοτε το νερό αυτό χαρακτηρίζεται ως αγίασμα και στο σημείο από όπου αναβλύζει έχει διαμορφωθεί το παρεκκλήσι του Αγ. Κοσμά.
Κατά τις εμπόλεμες περιόδους το μοναστήρι προσέφερε πολλά στον τοπικό πληθυσμό. Αποτέλεσε αποθήκη πολεμοφοδίων και ορμητήριο διαφόρων οπλαρχηγών. Εδώ κατέφυγαν ο αδελφός του Ρήγα Φεραίου, Δημήτριος, ο Καπετάν Βάρδας και ο Παύλος Μελάς. Το έτος 1943 πυρπολήθηκε από τους Ιταλούς εισβολείς μαζί με τα ιστορικής σημασίας αρχεία του. Η ανακαίνισή του άρχισε το 1996 με πρωτεργάτη ηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη πατέρα Στέφανο Ρήνο και με την προσωπική εργασία των μοναχών και των προσκυνητών του. Το προαύλιο προσφέρει αίσθηση ηρεμίας και ανυπέρβλητη θέα προς το Βόιο και την Καστοριά.
Το Μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σισανίου
Τo γυναικείο μοναστήρι βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της κοίτης του ποταμού Μύριχου, μόλις 2 χιλιόμετρα από το Σισάνι, σε περιοχή που δεν το κάνει εύκολα ορατό. Η χρονολογία ίδρυσής του δεν είναι γνωστή με ακρίβεια, καθώς έχει σχέση με την αρχαία έδρα της περιοχής του Βοΐου, τη Σισανιούπολη, αφού βρίσκεται ακριβώς δίπλα της. Πιθανό χτίστηκε επάνω στα ερείπια παλιότερου ναού και έπειτα εξελίχθηκε σε μοναστήρι. Η ανέγερση του νεότερου ναού έγινε μάλλον το έτος 1762. Βρίσκεται στο Νότιο μέρος του όλου συγκροτήματος και κατά το ήμισυ μέσα στο έδαφος.
Έχει ξύλινη στέγη και γενικότερα λιτή εμφάνιση με χαμηλό ύψος και έλλειψη παραθύρων. Το τέμπλο του είναι απλό και ζωγραφισμένο με στοιχεία από το φυτικό και ζωικό Βασίλειο. Οι εικόνες του έχουν καλλιτεχνηθεί στις αρχές του 19ου αιώνα από τον αγιογράφο της Εράτυρας Γεώργιο Εμμανουήλ, με δαπάνη του ηγούμενου Θεοφάνη. Στην είσοδο βρίσκεται εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα της Ρωμαϊκής εποχής των ετών 146 και 147 μ.Χ., όπου αναγράφονται ονόματα νεαρών αθλητών.
Το Μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής Δομαβιστίου
Το μοναστήρι βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε υψόμετρο 950 μέτρα στους πρόποδες του Σινιάτσικου, κοντά στα Νάματα. Ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα. Ο πρώτος ναός πιθανό καταστράφηκε και στη θέση του κτίστηκε άλλος στις αρχές του 1500, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα. Πρόκειται για το παλιότερο μοναστήρι του Βοΐου και τόπο λατρείας ιδιαίτερα των κατοίκων των Ναμάτων και του Πελεκάνου.
Οι τοιχογραφίες πιθανόν αποτελούν αριστουργήματα αγιογράφων από το Λινοτόπι και χρονολογούνται στις αρχές του έτους 1600. Την ίδια εποχή είναι φιλοτεχνημένο και το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο Ηπειρωτών μαστόρων.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του γνώρισε την καταστροφή πολλές φορές. Μόνο από το έτος 1800 μέχρι το έτος 1840 κάηκε και λεηλατήθηκε από τους Τούρκους 4 φορές, ενώ το 1875, πέρα από τη λεηλασία, δολοφονήθηκαν και όλοι οι μοναχοί του. Η πολύπαθη ιστορία του μοναστηριού δεν τελειώνει εδώ, αφού στις 27 Νοεμβρίου του 1944 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής το λεηλάτησαν, το λήστεψαν και το έκαψαν, όμως ως εκ θαύματος δεν κάηκε ο ναός, αλλά μόνο τα συνοδευτικά κτίρια. Με ενέργειες του Μητροπολίτη Αντωνίου και την πολύτιμη βοήθεια του ευεργέτη Μιχαήλ Γκάνα από τα Νάματα επανιδρύθηκε το έτος 2001.
Το Μοναστήρι του Αγ. Παντελεήμονος Βλάστης
Επάνω ακριβώς από τη Βλάστη σε μία πλαγιά του Μουρικίου βρίσκεται το μοναστήρι του Αγ. Παντελεήμονος. Η θέση του είναι επιβλητική, με εντυπωσιακή θέα και με ένα υψόμετρο που κόβει την ανάσα. Είναι χτισμένο στα 1550 μέτρα, αποτελώντας ένα από τα ψηλότερα μοναστήρια της Ελλάδας.
Στη σημερινή του μορφή ανασυστάθηκε και οικοδομήθηκε το έτος 2005 µε εξ’ ολοκλήρου δαπάνη του Επισκόπου Ιόππης του Πατριαρχείου Ιεροσολύµων Δαµασκηνού Γκαγκανάρα, που κατάγεται από τη Βλάστη. Η αδελφότητά του αποτελείται από μοναχούς της ορθόδοξης εκκλησίας της Ρουμανίας. Παλιότερα, εδώ υπήρχε ξωκλήσι από το έτος 1848.
Κατά τον εορτασμό του γίνεται μεγάλο πανηγύρι και ολόκληρη η Βλάστη βρίσκεται στο πόδι. Νωρίς το πρωί οι χωριανοί ξεκινούν πεζοί, ή καβάλα στα στολισμένα άλογά τους, για να ανεβούν στο ύψωμα. Η γιορτή κορυφώνεται το απόγευμα όταν στα λιβάδια στήνεται ο χορός.