Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα αποτελούν πολύτιμο κομμάτι της πολιτισμικής μας ταυτότητας, καθώς συνδέονται με τις ιδιαίτερες ιστορικές και πνευματικές ζυμώσεις επιμέρους γεωγραφικών περιοχών του ελληνικού χώρου.
Το ιδίωμα της Σιάτιστας είναι βαθιά επηρεασμένο από την κοινή νεοελληνική, σε σημείο ώστε να είναι δύσκολη η εξεύρεση κατάλληλων ομιλητών[1] και είναι αμιγέστερο από τους ηλικιωμένους κατοίκους της Σιάτιστας, καθώς επίσης και άτομα τα οποία δεν έχουν λάβει μόρφωση ή δεν έχουν απομακρυνθεί από τη Σιάτιστα και συνεπώς δεν επηρεάζονται από την κοινή νεοελληνική, ειδικά οι γυναίκες. Το ιδίωμα της Σιάτιστας λόγω της γεωγραφικής της θέσης, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το ιδίωμα της Κοζάνης. Δέχτηκε και συνεχίζει να δέχεται εξίσου επιρροές από τις γειτονικές χώρες, αλλά και όχι μόνο από αυτές. Επίσης ένα άλλο γλωσσικό χαρακτηριστικό της περιοχής του Βοΐου είναι ότι περιέχει αρκετές διαλεκτόφωνες ομάδες και αναπτύσσει σε μεγαλύτερο ποσοστό ένα βόρειο ΝΕ ιδίωμα.
Στη σύγχρονη Σιάτιστα, όπως προκύπτει από την εξέταση μεταγλωσσικών σχολίων των Σιατιστινών συνυπάρχουν συγχρονικά στη δομή της γλωσσικής κοινότητας δύο ιδεολογικές τάσεις, δύο αντιθετικές γλωσσικές στάσεις: η αρνητική και η θετική σε σχέση με το ιδίωμα.
Η πλειοψηφία των πολιτών της Σιάτιστας έχουν υιοθετήσει μία θετική στάση απέναντι στο ιδίωμα και μιλάνε τα σιατιστινά στην καθημερινότητά τους για τους εξής λόγους:
Θεωρούν ότι
1) τα ιδιώματα και οι διάλεκτοι φανερώνουν την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία των επιμέρους περιοχών. Μέσα, λοιπόν, από τις λεξιλογικές και εκφραστικές επιλογές, όπως και μέσα από τη φωνητική απόδοση της κάθε διαλέκτου, μπορούμε να ανιχνεύσουμε το συναισθηματικό πλούτο, τις επιδιώξεις, τα διδάγματα ζωής και πρωτίστως το ήθος των ανθρώπων της κάθε περιοχής.
2) Ο πλούτος της κάθε διαλέκτου αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής γλωσσικής κληρονομιάς. Παρά το γεγονός ότι οι διάλεκτοι παρουσιάζουν συχνά σημαντικές διαφοροποιήσεις από την κοινή ελληνική γλώσσα, αποτελούν εντούτοις γεννήματα της ίδιας γλώσσας, και φανερώνουν, άρα, τις ευρύτατες δυνατότητές της να δημιουργεί ποικίλους γλωσσικούς τύπους και δομές.
3) Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα λειτουργούν πλέον ως σημεία αναγνώρισης και διασύνδεσης των ανθρώπων με κοινή καταγωγή. Το κοινό ιδίωμα, αποτελεί, εύλογα, έναν ισχυρό συνεκτικό δεσμό που διατηρεί στη μνήμη των ανθρώπων αυτών τις κοινές αξίες, τις κοινές αντιλήψεις και την κοινή τους ιστορία. Έτσι, είτε κατοικούν στον τόπο καταγωγής τους, είτε όχι, έχουν πάντοτε τη γλωσσική τους ταυτότητα ως μέσο για την επιστροφή σ’ εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που συνθέτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της τοπικής τους καταγωγής.
Η αδιαμφισβήτητη επικράτηση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, η εξάλειψη των γεωγραφικών περιορισμών και η έντονη αστικοποίηση, έφεραν σταδιακά την αποδυνάμωση των διαλέκτων και επικράτησε μία αρνητική στάση. Ειδικότερα από τη στιγμή που η εξέλιξη της τεχνολογίας άνοιξε το δρόμο στην άμεση επικοινωνία και στην εκμηδένιση των αποστάσεων, οι άνθρωποι όλων των περιοχών άρχισαν να έρχονται σε συνεχή επαφή μεταξύ τους, γεγονός που καθιστούσε αναγκαία την υιοθέτηση του κοινού γλωσσικού κώδικα, προκειμένου να μην υπάρχουν επικοινωνιακά εμπόδια. Επίσης σ’ αυτό συνέβαλε και η διάδοση της κοινής νεοελληνικής μέσω της εκπαίδευσης, αλλά και των ΜΜΕ. Ωστόσο υπάρχει και η αρνητική στάση, καθώς μερικοί θεωρούν ότι το ιδίωμα αυτό δεν είναι κατάλληλο για να το μεταδώσουν στα παιδιά τους καθώς το θεωρούν χαμηλού κοινωνικού κύρους.
[1] Ρόγκα Μαργαρίτη. Μ., Φωνολογική ανάλυση του Σιατιστινού Ιδιώματος, Δ. Δ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 1985.