Χριστούγεννα από παλιά στον Αυγερινό Βοΐου

Χριστούγεννα από παλιά στον Αυγερινό Βοΐου

Γράφει η Αργυρώ Ξανθοπούλου

Δεκέμβρης του ‘65, οι βουνοπλαγιές είναι ντυμένες στα λευκά. Πέτρινα σπίτια σφιχταγκαλιασμένα με χιονισμένα κεραμίδια και καμινάδες που βγάζουν αδιάκοπα καπνό από δέντρο και πουρνάρι. Τα ζώα κλεισμένα στο παχνί περιμένουν στωικά να έρθει η άνοιξη. Τζάμια θολά απ’ τη μασίνα. Ολόκληρη η οικογένεια γύρω από τ’ αναμμένο τζάκι σκαλίζει τα κούτσουρα και μιλάει γι’ αυτά που πέρασαν και για κείνα που θα ‘ρθούνε . Μια γλυκιά αναστάτωση. Έρχονται Χριστούγεννα!

«Εκείνα τα χρόνια…» θυμάται με νοσταλγία η κυρία Παρασκευή Πασχαλοπούλου, κάτοικος Αυγερινού, «Κάναμε μεγάλα γλέντια. Οι γιορτές ξεκινούσαν λίγο μετά τα μέσα του Δεκέμβρη. Κάθε σπίτι είχε το δικό του καζάνι, όπου γύρω στις 15 με 17 του μήνα κόβαμε τα γουρούνια, λιώναμε το λίπος και φτιάχναμε τις τσιγαρίδες. Φίλοι και συγγενείς μαζευόμασταν, τρώγαμε και τραγουδούσαμε. Η Γουρουνοχαρά σηματοδοτούσε την έναρξη των εορτών».

Καλήν εσπέραν άρχοντες
Αν είναι ορισμός σας
Χριστού την Θεία Γέννηση
Να ειπώ στ’ αρχοντικό σας …

«Κόλιαντα μπάμπω μ’ κόλιαντα», ήταν η φράση που ηχούσε από τα ξημερώματα της παραμονής των Χριστουγέννων στις γειτονιές του Αυγερινού. Οι μικροί καλαντιστές μαζευόντουσαν ανά παρέες και ετοιμαζόντουσαν να ψάλουν τα κάλαντα σε ολόκληρο το χωριό.

«Τότε ο Αυγερινός είχε πολλά παιδιά και κατοίκους. Η γειτονιά μας μόνο ήταν 50 άτομα πλέον έχουμε μείνει μόνο έξι», εξιστορεί η κυρία Παρασκευή, «όταν ερχόταν τα παιδιά να μας ψάλουν τα κάλαντα πάντα μπαίνανε μέσα στο σπίτι, σκάλιζαν την φωτιά που είχαμε στο τζάκι και σύμφωνα με το σπιτικό λέγανε και τους ανάλογους στοίχους. Εμείς είχαμε ξενιτεμένους στην Αμερική και πάντα ακούγαμε ξενιτεμένο μου πουλί…».

Στα κτηνοτροφικά σπίτια συνήθιζαν να λένε «Εδώ ’χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια», ενώ στα σπίτια που είχαν αρραβωνιασμένους «Εδώ είναι έμορφη κόρη αρραβωνιασμένη» .

«Δεν δίναμε λεφτά αλλά χριστουγεννιάτικες κουλούρες, μπισκότα , μανταρίνια και καραμέλες αυτά ήταν τα κάλαντα για εμάς τότε», συμπληρώνει η κυρία Παρασκευή.

Και οι μέρες περνούσαν, οι νοικοκυρές από τα χαράματα επί ποδός να στρώσουν το σπίτι, να μαγειρέψουν, να ετοιμάσουν τη βασιλόπιτα. Ανασκουμπωμένες, πάρα το τσουχτερό κρύο, ετοίμαζαν παραδοσιακά γλυκά και φαγητά.

«Την πρωτοχρονιά δεν έλειπε τίποτα από το τραπέζι. Τα χοιρινά είχαν τον πρώτο λόγο. Το γλυκό των εορτών δεν ήταν τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, όπως είναι σήμερα αλλά το σαραγλί. Φυσικά δεν έλειπε η βασιλόπιτα όχι το γλυκό τσουρέκι που τρώμε σήμερα αλλά η παραδοσιακή μας πίτα. Ψήναμε τα φύλλα ένα- ένα στη σόμπα τα βάζαμε το ένα πάνω στο άλλο και τα γεμίζαμε με τυρί. Μέσα στην πίτα εκτός από το φλουρί βάζαμε τον Σταυρό και όσοι είχαν στρούγκα βάζανε και δύο κλωνάρια ξύλου».

Κλείνοντας, η κυρία Παρασκευή θυμάται « είχαμε πολύ κόσμο στο χωριό, τα σπίτια μας ήταν πάντα γεμάτα από φαγητά, γλυκά, τραγούδια, μπόλικη αγάπη και θαλπωρή».

Exit mobile version