23 Δεκεμβρίου: Ήρθαν τα κόλιαντα. Οι νοικοκυρές ζύμωναν τις «κολλιαντίνες» (ειδικά ψωμάκια φτιαγμένα για το έθιμο της μέρας), ετοίμαζαν τους κουραμπιέδες, που θα έδιναν στους μεγάλους που θα έρχονταν τη νύχτα στις 3-4 το πρωί να πουν τα κόλιαντα. Οι άνδρες γλεντούσαν στα καφενεία όλη νύχτα και τραγουδούσαν: «..Παιδιά μ΄ ήρθαν τα κόλιαντα, άτι να τοιμαστούμι, πάρτι και τη τζιουμάκα σας, στ’ αλώνι για να βγούμι και από τ’ αλώνι στο σχολειό εκεί να συνταχτούμε». Τα παιδιά έκαναν παρέες και κατά τις 3 το πρωί ξεκινούσαν, γύριζαν όλο το χωριό και δεν άφηναν κανένα σπίτι.
Το τραγούδι που έλεγαν ήταν απλό για πολλές οικογένειες που δεν είχαν ειδικά θέματα:
«κόλιαντα μπάμπου μ’ κόλιαντα κι μένα ‘ν κολιαντίνα,
και μένα την τρανύτερη και τώρα και του χρόνου
και σαν δεν έχεις κόλιαντα δως μας ένα σιτζιούκι.
Να ναι χοντρό να ναι γλυκό να ναι ζαχαρωμένο
και σαν δεν εχει και σιτζιούκ΄ δος μας τη θυγατέρα σ΄…
Και τι θέλεις γάιδαρε τη θ’κη μ’ τη θυγατερα;
Να την τσιπώ να την φιλώ να με ζεσταίν’ τα βράδια»…
Ενώ συγχρόνως χτυπούσαν με τις τζιουμάκες τις πόρτες.
Εάν υπήρχε ανήλικο κορίτσι στο σπίτι, τα κόλλιαντα διαφοροποιούνταν
«Εδώ έχουν κόρη για παντριά, κόρη ‘ραβωνιασμένη,
την τάζουν γιο του Βασιλιά, την τάζουν γιο του Ρήγα.
– Δε θέλω γω το Βασιλιά δε θέλω εγώ το Ρήγα,
Μον’ θέλω το’ αρχοντόπαιδο που παίζει τη φλογέρα.»
Εκεί που υπήρχε μοναχογιός μαθητής, τραγουδούσαν:
«η μάνα πο ΄χει έναν γιο
τον μόνο κανακάρη τον έλουζε τον χτένιζε και στο σχολείο τον στέλνει
και ο δάσκαλος τον καρτερεί με μια χρυσή βεργούλα.
– Παιδί μ’ που ναι τα γράμματα σ’ που είναι και ο νους σου;
– Τα γράμματ’ ναι στο χαρτί και ο νους μου πέρα ως πέρα,
πέρα στον πέρα μαχαλά πέρα στις μαυρομάτες»
Σε σπίτι μεγαλοκτηνοτρόφου έλεγαν:
«Εδώ σε τούτη την αυλή στα μάρμαρα στρωμένη
εδώ ΄χουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
σαν τα μερμήγκια περπατούν σαν τα μελίσσια βάζουν το μέλι
τρων’ οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες»
Αν παρα τα τραγούδια και τα χτυπήματα δεν άνοιγαν, τραγουδούσαν:
«Αφέντη μου στην κάπα σου πέντε χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν άλλες κλωσούν άλλες αυγομαζώνουν.
Είπαμε τον αφέντη μας ας πούμε και την κυρά μας.
Κυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά καγκελοφρύδα
κυρά μ’ όταν στολίζεσαι στην εκκλησιά να πάνης
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
και του κοράκου το φτερό βάζεις καμαροφρύδι.
Με το τραγούδι έφταναν στο πρώτο σπίτι. «Καλή μέρα, καλή χρονιά» ήταν ο πρώτος χαιρετισμός. Στο τζάκι λαμπύριζαν τα κάρβουνα. Εκείνο το βράδυ η νοικοκυρά είχε βάλει το πιο χοντρό κούτσουρο, τον κολιαντά στη φωτιά. Έβαζε τα παιδιά να καθίσουν, για να τις κάθονται οι κλωσαριές κι εκείνα με τις τζουμάκιες τους σιμπούν, ξεζιαρώνουν τη φωτιά ευχόμενα «αρνιά, κατσίκια, γρόσια, φλουριά, μπερικέτια, γκόλιαβα παιδιά…»
Η νοικοκυρά σκορπούσε στο πάτωμα τη κάμαρας τα κάστανα και τα καρύδια, τα μήλα και τα παιδιά τα μάζευαν βελάζοντας σαν πρόβατα, σφυρίζοντας σαν τσομπαναραίοι και γαυγίζοντας σαν τα σκυλιά.Αν η νοικοκυρά τα πετούσε από το παράθυρο και δεν άνοιγε το σπίτι, τα παιδιά τραγουδούσαν: «του κασιδιάρη τ’ άλογο, στη βατσινιά δεμένο οι καραμούδες το τσιμπούν κι αυτό μον’ καμαρώνει.»
Πηγή:
Αχιλλέα Βιτανιώτη, Αλιάκμων Βοίου (Βρατίνι) – Έκδοση του Συλλόγου Αλιακμονιτών Θεσσαλονίκης 1999