Τις Απόκριες στον Πεντάλοφο η σπουδαιότερη και επιδεικτικότερη εκδήλωση γίνονταν με το άναμμα φωτιών σ’ όλες τις γειτονιές του χωριού. Ως καύσιμη ύλη χρησιμοποιούνταν τα κέδρα. Την ημέρα του Αγίου Ιωάννη του βαπτιστή ήταν η πρώτη μέρα που άρχιζε η περισυλλογή και η μεταφορά των κέδρων. Όλα τα αγόρια της γειτονιάς συγκεντρώνονταν στο μέρος που θα γίνονταν η Καψαλιά κι από κει πήγαιναν στις τοποθεσίες που θα εύρισκαν τα κέδρα, κουβαλώντας μαζί τους από ένα τσεκούρι κι από μια τριχιά. Στη γειτονιά του Γκάλιανου η καψαλιά γίνονταν στη θέση Γκούβα.
Την ώρα που σκοτείνιαζε άρχιζε το κάψιμο των κέδρων, τα οποία εκτός από τη δυνατή λάμψη έκαναν και θόρυβο, δίνοντας μία ευχάριστη μυρωδιά. Όλα αυτά μαζί έδιναν ιδιαίτερη χαρά και ευχαρίστηση στα μικρά παιδιά και στους επισκέπτες που έπαιρναν μέρος στα τραγούδια και στο χορό γύρω από τη φωτιά. Το πανηγύρι αυτό κρατούσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Την ώρα αυτή αποχωρούσαν οι μεγάλοι επισκέπτες και μένανε τα αγόρια τα οποία και ήταν οι υπεύθυνοι για τις φωτιές. Η παραμονή των αγοριών διαρκούσε μέχρι τις πρωινές ώρες και σε όλη τη διάρκεια της νύχτας καίγονταν κέδρα.
Το κάψιμο των κέδρων εκτός από τη ζωηρή λάμψη και την ευχάριστη μυρωδιά είχε κατά την παράδοση την ικανότητα να καίει και τους ψύλλους των σπιτιών, οι οποίοι λόγω των εκτρεφόμενων οικιακών ζώων ήταν πολλοί και ενοχλητικοί. Γι’ αυτό όταν έριχναν ένα κέδρο στη φωτιά φώναζαν δυνατά ψυλ ψυλ μαχαλιώτες.
Στη συνέχεια ακολουθούσε το παρακάτω τραγούδι:
Ψυλ Ψυλ Μαχαλιώτες να καλυγώσουμε τους νιόπαντρους π.χ. Κώστα και Χάιδω με χίλια πέταλα και χίλια καρφιά.
Να τους πάμε στο Κωστάντσκο να βγάλουμε της νύφης το πουκάμσο, να τους πάμε στη Μοιραλή να της βγάλουν το βρακί, να τους πάμε και στο Ντόλο να μας δείξ η νύφ τον κώλο.
Όλη αυτή η άτσαλη παραφωνία γίνονταν για να προκαλέσει περισσότερα γέλια και φασαρία.
Τραγούδια των απόκρεων
Οι χοροί γύρω από την καψαλιά γίνονταν με τη βοήθεια τραγουδιών:
Μηλίτσα
Μηλίτσαμ’ πούσι στο γκρεμό με μήλα φουρτουμένη τα μήλα σου λιμπίστηκα κι τον
γκρημό σ’φουβούμι. Σαν τον φουβάσαι το γκρημό, έλα του μουνουπάτι. Του
μουνουπάτι μ’ έβγαλε σε μια ρημουκλησίτσα εκεί ‘ ταν τρία μνήματα, τα τρία αράδα αράδα.
Του ένα, ήταν ξέχουρου, ξιχουριστό απ’ τα’ άλλα. Δεν του είδα κι του πάτησα
επάνω στο κεφάλι κι ακούω το μνήμα να βουγγάει κι να βαριαναστενάζει. Τι έχεις
μνήμαμ ‘κι βουγγάς κι βαριαναστενάζεις, τάχα δεν ήμουν κι γω νιος δεν ήμουν παλικάρι;
Οι καλόγεροι
Πως στουμπίζουν του πιπέρι οι διαόλ ‘οι καλογέροι
Μι του γόνα του στουμπίζουν μι τη γλώσσα του μαζεύουν.
Πως στουμπίζουν του πιπέρι οι διαόλ’ οι καλογέροι;
Μι τουν κώλου του στουμπίζουν μι τη γλώσσα το μαζεύουν.
Βαγγελιώ
Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ ένα νερό κρύο νερό.
Κι από πόθεν κατεβαίνει Βαγγελιώ μου παινεμένη.
Απ’ του γκρημό γκριμίζεται και σε περιβόλι μπαίνει Βαγγελιώ μου παινεμένη.
Ποτίζει δέντρα και κλαδιά γεμ’ ποτίζ’ και κυπαρίσσια σαν τα όμορφα κορίτσια.
Ποτίζει κι ένα αγιόκλιμα γεμ που κάνει τα σταφύλια σαν της Βαγγελιώς τα χείλια.
Αποκριήτσες
Σήμερα τς’ αποκριήτσες λούσκα κι άλλαξα
χάσα το κουμπί μωρ Σιάνα μη το βρήκε συ;
Κι αν σαν του βρισκα κόρη μ’ τι το ήθελα;
Μα τον Άγιο Κωσταντίνο δεν το βρήκα εγώ μ
α την Άγια Παναγίτσα δεν το βρήκα εγώ
μα τα δώδεκα Βαγγέλια δεν το βρήκα εγώ.
Ο ΧΑΨΑΡΟΣ (Έθιμο των απόκρεων)
Στο γιορταστικό τραπέζι της αποκριάς σε πολλά σπίτια γίνονταν ένα πρωτότυπο έθιμο “Ο ΧΑΨΑΡΟΣ”. Έβραζαν ένα αυγό για αρκετή ώρα ώστε να γίνει πολύ σφιχτό και το ξεφλούδιζαν. Στο ένα άκρο μιας κλωστής το έδεναν έτσι ώστε να μην γλιστρήσει και πέσει κάτω. Το άλλο άκρο της κλωστής το έδεναν στην κορυφή μιας ρόκκας και με αυτόν τον τρόπο άφηναν το αυγό να κρέμεται.
Το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της οικογένειας, που ήταν συνήθως ο παππούς ή η γιαγιά, έπιανε τη ρόκκα λίγο πιο πάνω από το κάτω άκρο της και κουνούσε το κρεμασμένο αυγό, όπως όταν θυμιατίζει παπάς, μπροστά στο στόμα κάθε προσώπου που ήταν γύρω γύρω στο τραπέζι. Ο κάθε συνδαιτυμόνας άνοιγε το στόμα για να πιάσει το ξεφλουδισμένο αυγό και να το φάει αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο και αποτυχία αυτή προκαλούσε το γέλιο στους υπόλοιπους της παρέας. Ύστερα από αρκετή ώρα κάποιος της παρέας τα κατάφερνε και άρπαζε με το στόμα το αυγό. Αυτός που θα το έπιανε είχε και το δικαίωμα να το φάει.
Πηγή: Ο Πεντάλοφος Βοΐου, Χρήστου Γ. Καζαρίδη, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1991.
Φωτογραφία: Πλαζουμίτη Ευτυχία