Βαλαάδες: Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της περιοχής Γρεβενών και Βοΐου Κοζάνης

Κώστας Παπαθανασίου

Μέρος 1ο

Πού ζούσαν και πληθυσμός αυτών στις αρχές του 20ού αι.
Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Δυτικής Μακεδονίας, γνωστοί ως Βαλαάδες, κατοικούσαν σε χωριά της κοιλάδας του Άνω Αλιάκμονα -μικτά με χριστιανικούς πληθυσμούς ή αμιγή- στους σημερινούς Νομούς Κοζάνης και Γρεβενών έως και το 1924, όταν και αναχώρησαν για την Τουρκία, καθώς συμπεριλήφθησαν στους ανταλλάξιμους πληθυσμούς της Ελλάδας και της Τουρκίας σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της 30ης Ιανουαρίου του 1923, που υπογράφτηκε στη Λοζάνη. Κατά τον Μ. Καλινδέρη οι Βαλαάδες κατοικούσανε σε 53 χωριά -26 μικτά και 27 αμιγή- εκ των οποίων 34 ανήκουν στην επαρχία Ανασελίτσης (Βοϊου) και 19 στην επαρχία Γρεβενών. Τα 47 από αυτά βρίσκονται δεξιά του ρου του Αλιάκμονα και μόνο τα έξι αριστερά αυτού. Επίσης όλα τα προηγούμενα χωριά ήταν εγκατεστημένα σε ημιορεινά εδάφη που ήταν καλλιεργήσιμα και σε υψόμετρο ως 860 μέτρα, η πλειοψηφία των οποίων μεταξύ των 600-800 μέτρων υψόμετρου. Πάνω από αυτό το υψόμετρο δεν συναντάμε βαλαάδικα χωριά (πλην ενός, της Δραγασιάς), με τα υπόλοιπα να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνα χριστιανικά στην περιοχή αυτή.

 

Η ιδιομορφία της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας την κατέστησε ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης. Ως ιδιομορφία, νοείται η “αντίφαση”, που χαρακτήριζε την ομάδα, δηλαδή ο συνδυασμός της μουσουλμανικής πίστης με την ελληνική γλώσσα. Η ομάδα των ελληνόφωνων μουσουλμάνων, που προέκυψε από την προσχώρηση σημαντικής μερίδας των κατοίκων της δυτικής Μακεδονίας στο Ισλάμ, διατήρησε τη μητρική της γλώσσα, την ελληνική, όπως συνέβη και με πολλές άλλες μουσουλμανικές ομάδες, που προέκυψαν από εξισλαμισμούς, όπως οι Τουρκοκρητικοί, οι Τουρκογιαννιώτες, οι Οφλίτες του Πόντου, κ.α.

Σύγχρονοι ιστορικοί εκτιμούν ότι κατά την ανταλλαγή ότι οι Βαλαάδες ήταν 11.600 , ενώ κατά τον ερευνητή απόγονο Βαλαάδων Αϋτζάν Γιλμάζ υπολογίζονται περί τις 13.000. Αποκλίσεις που παρατηρούνται σε διάφορες απογραφές που είχαν πραγματοποιηθεί, πιθανόν οφείλονται στην έλλειψη ακριβούς προσδιορισμού του αριθμού των: α) ελληνόφωνων (βαλαάδων) και β) των τουρκόφωνων (σουνιτών και μη) μουσουλμάνων. Πάντως η επίσημη στατιστική του ελληνικού κράτους στην ανταλλαγή του 1924 καταγράφει 5.632 μουσουλμάνους στα Γρεβενά και 7.686 στην Ανασέλιτσα, σύνολο δηλαδή περίπου 13.000.

Το “παράδοξο”
Αυτό που φαντάζει σήμερα παράδοξο, μουσουλμάνοι δηλαδή να μιλάνε ελληνικά, μέσα στα χρονικά και γεωγραφικά πλαίσια της οθωμανικής επικράτειας ήταν απολύτως φυσιολογικό και πολύ σύνηθες. Παράλληλα με τη γλώσσα, μια σειρά στοιχείων τόνισαν την ιδιαιτερότητα της ομάδας. Τα ήθη, τα έθιμα και ο τρόπος ζωής των ελληνόφωνων μουσουλμάνων ήταν τόσο όμοια με τα αντίστοιχα των χριστιανών γειτόνων τους και τόσο διαφορετικά σε σχέση με εκείνα των υπόλοιπων τουρκικών ομάδων της Μακεδονίας, που δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα. Για τους λόγους αυτούς, οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι αποτέλεσαν “παράδοξο”, με αποτέλεσμα να χυθεί αρκετό μελάνι πάνω σ’ αυτό το θέμα, τόσο στην Ελλάδα (κυρίως), όσο και στην Τουρκία. Η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα την “κατέτασσαν” μεταξύ των Ελλήνων, ενώ η μουσουλμανική πίστη μεταξύ των Τούρκων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ίδιοι να βρεθούν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της διευκρίνισης της ταυτότητάς τους.

Οι ασχολίες των Βαλαάδων
Όσον αφορά τις ασχολίες τους, ήταν κυρίως γεωργοί και κτίστες. Μάλιστα αρκετοί από αυτούς εργάζονταν στην Θεσ/κη, στην Κων/πολη και στην Αμερική, στέλνοντας χρήματα στις οικογένειές τους. Τα κυριότερα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγαν ήταν σιτηρά και συμπληρωματικά λαχανικά, φρούτα, σταφύλια, όσπρια κ.ά., που τους καθιστούσαν όχι μόνο αυτάρκεις, αλλά προμήθευαν και την γύρω περιοχή. Φυσικά ως γνήσιος αγροτοκτηνοτροφικός πολιτισμός, ασχολούνταν παράλληλα και με την κτηνοτροφία, χωρίς όμως να υπάρχουν αριθμητικά δεδομένα για αυτή.

Θρήσκευμα Βαλαάδων
Ως μουσουλμάνοι ακολουθούσαν κυρίως το μπεκτασίδικο δόγμα που ανήκε στα δερβίσικα τάγματα και όχι στο σουνιτικό. Γνώριζαν δε για την ύπαρξη του Κορανίου, αλλά δεν ήξεραν να το διαβάζουν. Επίσης διέφεραν στο βιοτικό επίπεδο και στην πολιτισμική στάθμη, που ήταν κατώτερη των σουνιτών, με τους τελευταίους να αναγνωρίζονται από την ελληνική διοίκηση ως φανατικοί μουσουλμάνοι, σε αντίθεση με τους Βαλαάδες που θεωρούνταν φιλήσυχοι. Οι Βαλαάδες αριθμητικά ήταν η μεγάλη πλειοψηφία έναντι των σουνιτών, στους οποίους ανήκε κυρίως η τούρκικη τοπική ελίτ, δηλαδή οι χοτζάδες, κάποιοι τουρκόφωνοι τσιφλικάδες και οι δάσκαλοι των μουσουλμανικών σχολείων, υπό την επιρροή των οποίων βρίσκονταν συχνά οι Βαλαάδες.

Προέλευση του ονόματος “Βαλαάδες”- Γλώσσα και εκπαίδευση μουσουλμάνων
Το όνομα “Βαλαάδες” προκύπτει από την τούρκικη λέξη “Βαλλαχά” που σημαίνει “μα τον Θεόν”. Είχαν ως γλώσσα μητρική τα ελληνικά και μόνο όσοι υπηρέτησαν στο στρατό επί οθωμανικής περιόδου γνώριζαν την τούρκικη γλώσσα . Κατά τον εν ζωή απόγονο των Βαλαάδων Α. Γιλμάζ, η λέξη “βαλαχί” είναι όρκος και σημαίνει “ο θεός είναι ένας και μεγάλος”. Επίσης σημειώνει ότι έτσι τους ονόμαζαν οι χριστιανοί, ενώ οι ίδιοι όταν πήγαν στην Τουρκία αποκαλούνταν μεταξύ τους “πατριότ”. Η γλώσσα τους ανήκε στο λεγόμενο βόρειο γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής, που αποτελείται από λέξεις της δημοτικής, με ιδιωματισμούς που έχουν ηχοποιηθεί από ομηρικές και αρχαίες ελληνικές λέξεις ή και ξένες, κυρίως τούρκικες λόγω της μακράς οθωμανικής επικράτησης.
Στις αρχές του 20ού αι. –και πριν την ανταλλαγή- διδάσκονταν την μη κατανοητή σε αυτούς τουρκική γλώσσα, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε κατά τον 19ο αι., όταν με δική τους θέληση διδάσκονταν την ελληνική γλώσσα σε αρκετά βαλαάδικα χωριά. Η ύπαρξη λιγοστών δασκάλων που δίδασκαν την ελληνική στον στις αρχές του 20ού αι. φανερώνει το μη ενδιαφέρον από τη μεριά του ελληνικού κράτους, στην εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας. Επίσης δεν υπήρχαν σχολεία μέσης εκπαίδευσης για τους μουσουλμάνους μαθητές. Επιπροσθέτως να τονίσουμε ότι και η ελληνική γλώσσα όπου διδάσκονταν, γινόταν στην καθαρεύουσα, στοιχείο που μάλλον λειτούργησε αρνητικά στην αίσθηση του συνανήκειν με τους γειτονικούς χριστιανικούς πληθυσμούς.
Η γενική εικόνα πάντως είναι ότι οι Βαλαάδες δεν ανέπτυξαν κανενός είδους γραπτό κείμενο, οπότε και δεν άφησαν οποιαδήποτε γραπτή πηγή πλην κάποιων τραγουδιών τους που καταγράφηκαν. Επίσης το μορφωτικό και πολιτισμικό τους επίπεδο ήταν αρκετά χαμηλό, λόγω και της γενικότερης κοινωνικοοικονομικής τους απομόνωσης.

 

Ήθη και έθιμα Βαλαάδων

Όσον αφορά τα ήθη και τα έθιμα των Βαλαάδων, θα αναφέρουμε κάποια από αυτά που έχουν συγγένεια με αντίστοιχα των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής, είτε είναι επηρεασμένα από τον χριστιανισμό , είτε όχι. Οι Βαλαάδες σεβόντουσαν τις εκκλησίες και τα παρεκκλήσια και γνώριζαν για τις γιορτές, τα μυστήρια και τις νηστείες των χριστιανών. Την πρωτοχρονιά έκαναν βασιλόπιτα με φλουρί, που σήμαινε τύχη στο νέο έτος για όποιον το τύχαινε. Του Αγίου Γεωργίου έβγαιναν στην εξοχή, γιορτή που συνοδεύονταν από χορούς, τραγούδια και ψήσιμο αρνιού. Συχνά πρόσφεραν χρήματα, λάδι και κεριά σε γειτονικές εκκλησίες, είτε γιατί πίστευαν ότι αυτό θα έφερνε ευημερία, είτε σε περιπτώσεις ασθένειας που ξεπεράστηκε, αφού ο ασθενής είχε αλειφτεί με λάδι καντηλιού. Σε περίπτωση βαριάς ασθένειας  ζώων επισκέπτονταν κάποιο κοντινό μοναστήρι προσφέροντας δώρα. Πίστευαν στο μάτιασμα και είχαν μια μικρή ιεροτελεστία για αυτό. Συχνά σχημάτιζαν με πίσσα ένα μαύρο σταυρό πάνω από την πόρτα για προστασία από το κακό. Όταν ζύμωναν ψωμί, το σταύρωναν πριν το ψήσιμο. Οι άντρες φορούσαν φουστανέλα και φέσι. Έκαναν γλέντια στους γάμους όμοιους με τους χριστιανούς, δηλαδή είχαν πολλούς καλεσμένους, έτρωγαν κρέας , κατανάλωναν κρασί , χόρευαν με όργανα. Κατά την ξεχωριστή προετοιμασία τους γαμπρού και της νύφης, γινόταν συνοδεία ανάλογων τραγουδιών π.χ. στο ξύρισμα του γαμπρού, στο ντύσιμο της νύφης, στο καλωσόρισμα του γαμπρού στο σπίτι .

Επίσης την πρώτη βδομάδα του Μαΐου που γιόρταζαν τον ερχομό της Άνοιξης, οι γυναίκες από νωρίς καθάριζαν το σπίτι, έπειτα στόλιζαν με λουλούδια τις πόρτες, έφτιαχναν γλυκά και αργότερα μαζεύονταν στην πλατεία, όπου χόρευαν ελληνικά τραγούδια. Επίσης έβαφαν κόκκινα αυγά, τα τσουγκρούσαν, έπαιζαν και μετά τα έτρωγαν. Επιπλέον στη διατροφή τους είχαν όλες των ειδών τις πίτες της ευρύτερης περιοχής καθώς και γλυκά .

Ήθη και έθιμα Βαλαάδων

Όσον αφορά τα ήθη και τα έθιμα των Βαλαάδων, θα αναφέρουμε κάποια από αυτά που έχουν συγγένεια με αντίστοιχα των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής, είτε είναι επηρεασμένα από τον χριστιανισμό , είτε όχι. Οι Βαλαάδες σεβόντουσαν τις εκκλησίες και τα παρεκκλήσια και γνώριζαν για τις γιορτές, τα μυστήρια και τις νηστείες των χριστιανών. Την πρωτοχρονιά έκαναν βασιλόπιτα με φλουρί, που σήμαινε τύχη στο νέο έτος για όποιον το τύχαινε. Του Αγίου Γεωργίου έβγαιναν στην εξοχή, γιορτή που συνοδεύονταν από χορούς, τραγούδια και ψήσιμο αρνιού. Συχνά πρόσφεραν χρήματα, λάδι και κεριά σε γειτονικές εκκλησίες, είτε γιατί πίστευαν ότι αυτό θα έφερνε ευημερία, είτε σε περιπτώσεις ασθένειας που ξεπεράστηκε, αφού ο ασθενής είχε αλειφτεί με λάδι καντηλιού. Σε περίπτωση βαριάς ασθένειας  ζώων επισκέπτονταν κάποιο κοντινό μοναστήρι προσφέροντας δώρα. Πίστευαν στο μάτιασμα και είχαν μια μικρή ιεροτελεστία για αυτό. Συχνά σχημάτιζαν με πίσσα ένα μαύρο σταυρό πάνω από την πόρτα για προστασία από το κακό. Όταν ζύμωναν ψωμί, το σταύρωναν πριν το ψήσιμο. Οι άντρες φορούσαν φουστανέλα και φέσι. Έκαναν γλέντια στους γάμους όμοιους με τους χριστιανούς, δηλαδή είχαν πολλούς καλεσμένους, έτρωγαν κρέας , κατανάλωναν κρασί , χόρευαν με όργανα. Κατά την ξεχωριστή προετοιμασία τους γαμπρού και της νύφης, γινόταν συνοδεία ανάλογων τραγουδιών π.χ. στο ξύρισμα του γαμπρού, στο ντύσιμο της νύφης, στο καλωσόρισμα του γαμπρού στο σπίτι .

Επίσης την πρώτη βδομάδα του Μαΐου που γιόρταζαν τον ερχομό της Άνοιξης, οι γυναίκες από νωρίς καθάριζαν το σπίτι, έπειτα στόλιζαν με λουλούδια τις πόρτες, έφτιαχναν γλυκά και αργότερα μαζεύονταν στην πλατεία, όπου χόρευαν ελληνικά τραγούδια. Επίσης έβαφαν κόκκινα αυγά, τα τσουγκρούσαν, έπαιζαν και μετά τα έτρωγαν. Επιπλέον στη διατροφή τους είχαν όλες των ειδών τις πίτες της ευρύτερης περιοχής καθώς και γλυκά .

Εξισλαμισμοί Βαλαάδων

Σύμφωνα με τους ιστορικούς οι πρώτοι εξισλαμισμοί στην περιοχή έγιναν στις αρχές του 16ου αιώνα. Τον 17ο αι. φαίνεται να παρέμεινε σταθερή η αναλογία χριστιανών και μουσουλμάνων, που ήταν περίπου 3 προς 1. Γενικά γίνονταν ατομικοί και ομαδικοί εξισλαμισμοί καθόλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας για λόγους φορολογικούς, απόκτησης αξιωμάτων και ασφάλειας,  τόσο στην περίοδο μετά τα Ορλωφικά,  όσο και την περίοδο του Αλή Πασά, κατά την οποία η τρομοκρατία που ασκήθηκε έγινε κυρίως για λόγους απόσπασης χρημάτων. Θα πρέπει όμως να τονίσουμε και τα εξής τρία σημεία: α) τον παράγοντα μετακινήσεων -βίαιων και μη- εντός της ευρύτερης περιοχής, που τροποποιούσαν τα πληθυσμιακά δεδομένα , β) την εξάπλωση του μπεκτασισμού κατόπιν κατήχησης  και γ) τις επιθέσεις τουρκαλβανικών ομάδων τον 18ο-19ο αιώνα κυρίως. Όλα τα προηγούμενα πορίσματα όμως τείνουν συχνά να αναθεωρούνται, από νέες μελέτες επιστημόνων -κυρίως από οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα- που έρχονται στο φως της δημοσιότητας.

Πάντως είναι κοινά αποδεκτό ότι αν ήσουν μουσουλμάνος είχες μικρότερη φορολογία, η πιθανότητα να είσαι θύμα ληστείας ήταν μικρότερη καιγενικά δεν κινδύνευες να χάσεις την περιουσία και τα κτήματά σου, όπως άλλοι πληθυσμοί. Και αυτοί  οι παράγοντες λοιπόν, συνέβαλαν στον εξισλαμισμό των Βαλαάδων.

Η ανταλλαγή του 1924

Παρά τις προσπάθειες τοπικών κυρίως πολιτικών και διοικητικών εκπροσώπων του ελληνικού κράτους, δεν επετεύχθη η εξαίρεση των Βαλαάδων από την ανταλλαγή του 1924 . Ένα μεγάλο μέρος των Βαλαάδων ήταν αντίθετο στην ανταλλαγή, το οποίο εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: τοπικά δημοψηφίσματα, υπομνήματα  και συλλαλητήρια, όσο και με την πρόθεση αρκετών να εκχριστιανιστούν. Μάλιστα ήταν η πλειονότητα που επιθυμούσε να παραμείνει στο ελληνικό έδαφος, ωστόσο οι ελληνικές αρχές δεν έλαβαν υπόψην τους την επιθυμία αυτή και τον Μάιο του 1924, 7.408 μουσουλμάνοι της Ανασέλιτσας και 4.680 των Γρεβενών αναχώρησαν από τα χωριά τους για την Τουρκία . Μία σημαντική μειοψηφία όμως των Βαλαάδων, είτε διαβλέποντας την αδιαφορία της ελληνικής κυβέρνησης και την προοπτική μιας καλύτερης ζωής στην Τουρκία , είτε νιώθοντας οι ίδιοι τούρκοι τάχθηκαν υπέρ της ανταλλαγής. Στους ένθερμους μουσουλμάνους υπέρ της ανταλλαγής περιλαμβάνονταν οι γαιοκτήμονες, οι δάσκαλοι, οι θρησκευτικοί λειτουργοί, οι πολιτευτές, οι οποίοι και ασκούσαν μεγάλη επιρροή σε μια μερίδα των Βαλαάδων .

Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους το ελληνικό κράτος προχώρησε στην ανταλλαγή τους ήταν ότι στις αρχές του 20ού αιώνα, η σύσταση νέων κρατών στα Βαλκάνια στόχευε στην όσο δυνατόν μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια των περιοχών τους. Ως βασικό κριτήριο τέθηκε το θρήσκευμα, λόγω του σημαντικού της ρόλου στη συγκρότηση των τότε εθνικών ταυτοτήτων των νέων κρατών. Ταυτόχρονα η φυλετική καταγωγή ή η εθνική συνείδηση ήταν δύσκολο να καθοριστούν, με αποτέλεσμα να ληφθεί ως ασφαλέστερο και σταθερότερο κριτήριο η θρησκεία, με την ανταλλαγή να έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα  και να επικρατεί συνολικά η εκτίμηση ότι η παραπάνω συνθήκη θα δημιουργούσε λιγότερα προβλήματα, με όποιες αδικίες και αν αυτή συνεπάγονταν.

Οι Βαλαάδες σήμερα

Το καλοκαίρι του 1924 έφυγαν οριστικά και οι τελευταίοι Βαλαάδες. Εγκαταστάθηκαν σε διαφορετικά μέρη της Τουρκίας, όπου για χρόνια αντιμετώπισαν διπλό κοινωνικό ρατσισμό, πρώτον λόγω της ελληνοφωνίας και της διαφορετικής πολιτισμικής συγκρότησης και δεύτερον λόγω του μπεκτασικού δόγματος στο οποίο ανήκαν. Τους αποκαλούσαν μειωτικά “ελληνόσπορους” και “φύτρα απίστων”, με αποτέλεσμα σταδιακά και προκειμένου να αποδείξουν την τουρκική ταυτότητά τους να αφήσουν πίσω τις πρακτικές του μπεκτασισμού και να προσχωρήσουν στο σουνιτικό Ισλάμ. Μεταξύ τους αποκαλούνταν “patriot”, ως αυτού που αγαπάει την πατρίδα του (την τουρκική πλέον), με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστοί ως “patriotlar” στη τουρκική κοινωνία. Σήμερα πλέον σπάνια κανείς αμφιβάλει για την τουρκική καταγωγή του και ακόμα σπανιότερα αποδέχεται την ντόπια χριστιανική μακεδονική “μακρινή” προέλευσή του. Όσον αφορά τη γλώσσα, αυτή σταδιακά παύει να μιλιέται από τις νεότερες γενιές, τα έθιμα να ατονούν και η τουρκική ταυτότητα να είναι πλέον εδραιωμένη, χωρίς να είναι σπάνιο να ξεσπούν αντιπαραθέσεις κυρίως στο διαδίκτυο, που φτάνουν και σε ακρότητες, φανερώνοντας ότι το πρόβλημα της ταυτότητας εξακολουθεί να διχάζει.

Τα τελευταία χρόνια –αρχής γενομένης από την δεκαετία του 1990- έρχονται συχνά απόγονοι των Βαλαάδων να επισκεφτούν τα χωριά των προγόνων τους, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτυχθεί και κοινωνικές σχέσεις με τους έλληνες κατοίκους της ευρύτερης περιοχής.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

 

 

Πηγή: myvoio.com

Exit mobile version