Εθυμοτυπικές Συνήθειες του Οκτώβρη

Ο Μήνας του Οκτωβρίου,  είναι η αρχή του Φθινοπώρου. Η αρχή του χειμώνα στην ουσία και οι κάτοικοι του Βοϊου προετοιμάζονταν καταλλήλως.
Καταλάβαιναν την αλλαγή της εποχής από τις διάφορες δραστηριότητες που συνέβαιναν στα γύρω χωριά.

Αρχικά, ξεκινούσαν την κατάβαση τους οι νομάδες κτηνοτρόφοι της περιοχής για να ξεχειμωνιάσουν στα χειμαδιά της Θεσσαλίας μιας και το κρύο της περιοχής δεν άφηνε περιθώρια για τα ζωντανά τους να μείνουν εκεί.

Έπειτα, οι χωραφάδες κεντρούσαν «μι τ’ν ξυάλ» (βουκέντρα) τα βόδια για να ξεκινήσει το όργωμα και να προετοιμάσουν το έδαφος που θα υποδεχόταν το σπόρο.

Η σπορά, ήταν η πιο σημαντική δραστηριότητα για την περιοχή, μιας και αυτήν εξαρτιόταν σημαντικά το κάθε νοικοκυριό.
Η σπορά, ξεκινούσε με την επίσκεψη της εικόνας της Αγίας Τριάδας σε κάθε χωριό, από το ομώνυμο μοναστήρι της περιοχής του Βοϊου. Ο ιερέας την περιέφερε σε όλα τα χωριά και αγίαζε τα σπίτια του κάθε χωριού. Οι νοικοκυρές γέμιζαν ένα πιάτο με σιτάρι που ήταν διαλεγμένο για σπόρο, και ο ιερέας το ευλογούσε μπροστά στην εικόνα της Αγίας Τριάδος. Τον ευλογημένο σπόρο τον φύλαγαν με ιδιαίτερη προσοχή και όταν έφτανε η ώρα της σποράς το ανακάτωναν με όλο τον υπόλοιπο.
Την πρώτη μέρα της σποράς, πάντα μεσοβδόμαδα, η νοικοκυρά σηκωνόταν νύχτα και ώσπου να ξημερώσει, ζύμωνε μπουγάτσια (μεγάλο ψωμί από καλό σιταρένιο αλεύρι), την οποία έψηνε στην μπόντσα, και πίττα. Την πίττα, τη μπουγάτσια και μια τσότρα γεμάτη κρασί το μεσημέρι η νοικοκυρά τα πήγαινε στον σπορέα στο χωράφι. Το πρωί, στο ξεκίνημα του γεωργού για τη σπορά, η ίδια έχυνε στο κατώφλι του σπιτιού τους νερό και κρασί, έριχνε και ένα ασημένιο νόμισμα και πάνω από αυτά περνούσαν ο γεωργός, τα βόδια και το άλογο ή το γαϊδουράκι φορτωμένο το σπόρο, και όλοι εύχονταν «Ώρα καλή, καλό καρπό». Την ημέρα εκείνη τίποτε άλλο δεν έβγαζαν από το σπίτι ούτε δάνειζαν τίποτα σε κανέναν. Στο δρόμο ο γεωργός αν συναντούσε κάποιον να εργάζεται χαιρετούσε καλόκαρδα με την ευχή «Καλούς καμ’ς» (καλώς κάμνεις) και απαντούσε ο άλλος «Καλώς τουν…Να σι καλά». Στο χωράφι ο γεωργός έπαιρνε στον αριστερό ώμο το ειδικό σακούλι με το σπόρο, γύριζε προς την ανατολή, έβγαζε το καπέλο του, έκανε το σταυρό του, προσεύχονταν για καλή σοδειά και άρχιζε να σπέρνει.

Στη μέση του μήνα, στην γιορτή του Αγίου Δημητρίου, στα χωριά που είναι η κυρίαρχη εκκλησία, κανένας δεν πήγαινε στις δουλειές τους. Μέχρι και οι τσομπάνηδες άφηναν τα ζώα στη στάνη και πήγαιναν να εκκλησιαστούν. Φυσικά μετά απαραίτητες ήταν και οι επισκέψεις στα σπίτια των Δημήτρηδων. Οι άντρες του χωριού ήταν αυτοί που έκαναν τις επισκέψεις.

Τέλος του μήνα του Οκτώβρη, προμηθεύονταν και τα κάστανα. Συνήθως τα αποθήκευαν σε ένα μεγάλο πιθάρι στο δάπεδο θαμμένο στην άμμο για να διατηρηθούν μέχρι το χειμώνα.
Στο «κατώι», την λεγόμενη αποθήκη που είχε το κάθε σπίτι, αποθήκευαν όλα τα «καλούδια» του χειμώνα. Εκεί βρίσκονταν τα πιθάρια με τα τουρσιά, (πιπεριές, μελιτζάνες, πράσινες ντομάτες κτλ), αλλά και οι νταμιτζάνες με τη ρακή, τα «καδιά με το βούτυρο και με του τυρί», τα «βαένια με το κρασί».

Φυσικά δεν παρέλειπαν στα ειδικά πεζούλια ή ράφια πολλά δοχεία, πιθάρια, βάζα, σακούλες πάνινες με φασόλια, φακές, καρύδια, ρεβυθια, αμύγδαλα, ξηρά δαμάσκηνα, ξηρά μανιτάρια, πατάτες, βάζα με πέτουρα και τραχανά και από τα δοκάρια της οροφής, «κρέμουνταν πλεχτρις με κρομμύδια κι σκόρδα».

Από το κατώι δεν έλειπαν και τα βάζα με το γλυκό «κουλουκυθ’ατου», «κιρασάτου», «κυδωνιάτου» κτλ, που έφτιαχαν οι νοικοκυρές κατά τη διάρκεια του έτους και ανάλογα με την εποχή.

Ενώ προς το τέλος  του χρόνου προσθέτοντας και το λεγόμενο λάχανο τουρσί, απαραίτητο υλικό για το φαγητο των Χριστουγέννων.

 

Πηγή:

Σκαλοχώρι, Αριστοτέλης Χρυσ.Κωστόπουλος, Θεσσαλονίκη 2004, Εκπολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Σκαλοχωριτών “Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ”

 

Exit mobile version