Η καλλιέργεια της αμπέλου στην ευρύτερη περιοχή του Βοϊου

Κείμενο: Μπατιάνης Ευθύμιος Γεωπόνος-Οινολόγος M.Sc.

A vertical closeup shot of grape berries in a basket on black background

Η αμπελουργία γνώρισε μεγάλη ακμή στο παρελθόν στην ευρύτερη περιοχή του Βοϊου  με  αμπελοοινικό κέντρο την Σιάτιστα , ενώ σημαντική ήταν η παραγωγή στον Πελεκάνο, στην Εράτυρα, στο Δρυόβουνο, στον Πεντάλοφο και σε άλλα χωριά.

Βάση των  αναφορών περιηγητών που επισκέφτηκαν το Νομό Κοζάνης στις αρχές   του 19ου αιώνα συμπεραίνουμε ότι πολλά αμπέλια  υπήρχαν την εποχή εκείνη κυρίως στην αριστερή πλευρά του ποταμού Αλιάκμονα και ξεκινούσαν με το που συναντούσε κανείς τον ποταμό (στα βόρεια του Νομού-περιοχή Βοϊου), περνώντας   από την Σιάτιστα και την Κοζάνη έως ότου συναντούσε ξανά τον ποταμό στα νότια του Νομού, δηλαδή στην περιοχή του Βελβενδού.

Ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ που πέρασε από  τη Σιάτιστα την άνοιξη του 1806 αναφέρει ότι μεταξύ των άλλων πραγμάτων που τον εντυπωσίασαν ήταν και το κρασί και μάλιστα συγκρίνοντας το με τα άλλα κρασιά της Μακεδονίας το θεωρούσε ένα από τα καλύτερα (Pouqueville, 1806).

Ο Άγγλος περιηγητής Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ που επισκέφτηκε τη Σιάτιστα το 1805 αναφερόμενος στο λιαστό κρασί τονίζει ότι «Οι Σιατιστείς κατασκευάζουν ένα είδος κρασιού εκ των Αρίστων της Ρουμελίας», ενώ  περιγράφει αναλυτικά ότι παράγονταν τα εξής είδη οίνων:

  1. « Ηλιασμένον ή ηλιοστεγνωμένον μίγμα άσπρων και κόκκινων σταφυλιών εκτεθειμένων επί οκτώ ημέρας εις τον ήλιον ή και εναποτειθεμένων εις σκεπασμένην συσκευήν επί εξ εβδομάδας, κατόπιν των οποίων το προϊόν γίνεται άσπρο γλυκό κρασί δυνατής ουσίας και υψηλής γεύσεως.
  2. Ένα ξερό άσπρο κρασί.
  3. Ένα κόκκινο κρασί.
  4. Το αψιθινόν ή κρασί αψινθίου ( είδος βερμούτ ) παρασκευαζόμενων και εις άλλα μέρη της Ελλάδας. Το κρασί τούτο είναι γλυκό και ευγεστότατον.»

Στο Λεξικόν εγκυκλοπαιδικόν, τ.3, εκδ. Μπαρτ και Χηρς, Ιανουάριος 1892, στο λήμμα «οίνος» διαβάζουμε «…από τα κρασιά της δούλης Ελλάδος ονομαστά είναι της Ναούσης, Γκομέντζας και Σιατίστης…». O Schulltze γράφει ότι «η καλή φήμη του αρνιού και του λαγού της Σιάτιστας δεν ξεπερνιέται παρά μόνο από τη φήμη των κρασιών της, που παρασκευάζονται από κάθε σπίτι με τον δικό του τρόπο, για να φτάσουν στην υπέρτατη μεγαλοδωρία με το λιαστό κρασί» (Schultze, 1927).

Για την Εράτυρα γνωρίζουμε από τους περιηγητές ότι ο Πούκεβιλ πηγαίνοντας για τη Σιάτιστα, ερχόμενος από το Βερατίνι (Αλιάκμονα), πέρασε λίγο έξω από την Εράτυρα και συνάντησε πολλά αμπέλια από το ποτάμι του Μυρίχου, σε όλη τη Βίλιανη (που διέσχισε) μέχρι που έφτασε έξω από τον οικισμό (Pouqueville, 1806). Ο Ληκ που επισκέφθηκε την Εράτυρα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1804 περιγράφει τα πολλά αμπέλια και τις πολυάριθμες πηγές που ποτίζουν τους κήπους και καθιστούν έτσι τη Σέλιτσα (Εράτυρα) “προτιμητέα από τη Σιάτιστα από κάθε άποψη εκτός από εκείνες για την υγιή ανάβασή της και τη δροσιά της το καλοκαίρι…” (Leake, 1804).

Αποσπάσματα από πολλά λαογραφικά κείμενα καταδεικνύουν το κρασί ως αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινής ζωής των ανθρώπων της Εράτυρας: «…Όλα δε αυτά (σταφύλια και όλα τα παραπροϊόντα) ήταν υπεραρκετά για την εγχώρια κατανάλωση και έκαμναν εξαγωγή σε αγορές μακρινές από την κωμόπολη…» (Γιομπλάκης, 1985). «…Πρώτα ξεχώριζαν τα καλύτερα σταφύλια, τα έκαναν φούντες και τα κρεμούσαν για το χειμώνα. Μέρος επίσης άφηναν για το ηλιαστό κρασί  και για τη σταφυλαρμιά και τα υπόλοιπα τα πατούσαν στα πουστάβια(πατητήρια)…» (Νασιόπουλος, 1993). Επίσης το κρασί ήταν στενά συνδεδεμένο με τα ήθη και έθιμα της περιοχής: «Η σφαγή του δαμαλιού. Κατάλοιπα της Διονυσιακής λατρείας στο πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου Εράτυρας. Αρχαιοελληνικά έθιμα που βιώνουν και σήμερα στην Εράτυρα»              (Βέλκος, 1991). «Προσφορά πρωτολείων. Αρχαίες λατρευτικές συνήθειες που τηρούνται στο Βόϊο» (Αδαμίδης, 1995).

Τέλος πολλά στοιχεία αποδεικνύουν τη βαθιά πίστη των «κηπουρών» της Εράτυρας, όπως η αφιέρωση της εικόνας του Αγίου Τρύφωνα το 1866 στην Αγία Τριάδα Εδέσσης (Βοδενών) (Τριανταφυλλίδης, 1995 και Μπούτουρας, 1912) από ισνάφι Σελιτσιωτών “μπαχτζαβάνιδων” που ήταν το μεγαλύτερο και το ονομαστότερο της Δυτικής Μακεδονίας (Σκουβάρας, 1967 και Βέης, 1984). Σημαντικά είναι και τα τεκταινόμενα  κάθε χρόνο στην γιορτή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όπου “…όσοι καλλιεργούν αμπέλια, πηγαίνουν στην εκκλησία διαλεχτά σταφύλια και τα τοποθετούν μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Ο παπάς, αφού τελειώσει τη Θ. Λειτουργία, διαβάζει τα σταφύλια, με ειδική ευχή και στη συνέχεια τα μοιράζουν στους πιστούς. Αυτό είναι μια προσφορά στο Χριστό, για να τους βοηθήσει να επιτύχουν μια καλή συγκομιδή σταφυλιών. Αφού πάλι τρυγήσουν τα αμπέλια και βράσει ο μούστος, όλοι τότε, πηγαίνουν από ένα μπουκάλι κρασί στην εκκλησία, τα οποία πάλι διαβάζει ο παπάς. Μετά το διάβασμα παίρνουν το κρασί αυτό και το ρίχνουν στο βαρέλι ή στα βαρέλια που έχουν κρασί, για να αγιαστεί κι εκείνο. Αδιάβαστο κρασί δεν πηγαίνουν ποτέ στην εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί για Θεία Κοινωνία, ούτε και για τρισάγιο στους τάφους των νεκρών…” (Αδαμίδης, 1995).

Τα αμπέλια ήταν φυτεμένα κυρίως στις πλαγιές των βουνών και λόφων της περιοχής και λιγότερο σε χαμηλότερο υψόμετρο. Δεν ήταν ιδιαίτερα γόνιμα εδάφη, αρκετά πετρώδη που δεν έδιναν ποσοτική αλλά ποιοτική παραγωγή.

Στη Σιάτιστα καλύτερη περιοχή ήταν το Ντερβένι ή Δερβένι, ενώ φυτεύτηκαν και άλλες περιοχές (Παλιόμυλος, Πέτροβα, Μπουρλέκια, Ριζά, Τζάγκινα, Μαγούλα-Επίστρατα, Μπότσκα, Πούσταβο, Τσιπουτούρα, Αργυρά Αναβρυκά, Τζιούμτα, Φαρδύκαμπο, Σαμαρές, Κοντολάκια, κλπ.), συνολικής έκτασης 1700 εκταρίων (17.000 στρέμματα).

Στα άλλα χωριά που είχαν περισσότερο ανεπτυγμένη την γεωργία, οπότε και καλλιεργούσαν τα καλύτερα χωράφια με τις υπόλοιπες καλλιέργειες (καπνά, καλαμπόκι, λαχανικά, μποστάνια, τριφύλλι και σιτηρά), τα αμπέλια αναγκαστικά φυτεύτηκαν σε λιγότερο γόνιμα εδάφη. Έτσι και εκεί οι αποδόσεις ήταν σχετικά μικρές με ποιοτικά όμως χαρακτηριστικά.

Οι ποικιλίες που καλλιεργούνταν στην ευρύτερη περιοχή της Σιάτιστας ήταν το Ξινόμαυρο (Κρασοστάφυλο, Ξινοστάφυλο, Ξινόκαλτσο), το Μοσχόμαυρο (Μοσχόκαλτσο), το Νιγρικιώτικο, το Βουλγάρικο, το Νεύρο ή Σκλήθρο, η Αλεποουρά, οι Κοκκινούσκες, τα Μοσχάτα (λευκά και μαύρα), το Χονδρομαύρο, οι Βάψες, τα Κορίθια (λευκά και κόκκινα), το Χαβούζαλι, το Σταυρωτό, το Κοσταραζνό (από το Κοσταράζι) και τα Γαλλικά (παλιά υβρίδια με έγχρωμη σάρκα που ήρθαν στην περιοχή στις αρχές του 20ου αιώνα μετά την καταστροφή των αυτόριζων αμπελιών από την φυλλοξήρα). Τέλος ο Lambert-Gocs αναφέρει και την ποικιλία βαλάντοβο (Miles, Lambert-Gocs, 1993).

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Exit mobile version