Η τελετουργική πομπή των Θεοφανείων στην Πέλκα
Γράφει η Θεοδώρα Λειψιστινού, φιλόλογος- συγγραφέας
«Τα Θεοφάνεια ανοίγουν οι ουρανοί από βραδύς τα μεσάνυχτα, έλεγαν οι παππούδες, και το άνοιγμα γίνεται σε μια μόνο στιγμή και είναι τυχερός όποιος το δει, γιατί εκείνη τη στιγμή φαίνεται ο Θεός».
Μεγάλη γιορτή τα Θεοφάνεια. Πριν ξημερώσει, όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Μόλις τελείωνε η πρώτη λειτουργία, στον νάρθηκα γινόταν η δημοπράτηση των εικόνων της εκκλησίας του χωριού της Κοίμησης της Θεοτόκου αλλά και των εξωκλησιών για την οικονομική τους ενίσχυση. Τη δημοπρασία την έκανε ο Μπαμπατζιάνκος ( Γεώργιος Κουτσιουρούμπας, παλιός κλητήρας και ντελάλης που έκανε τις ανακοινώσεις της Κοινότητας από το καμπαναριό, από τον όροφο όπου είναι οι καμπάνες). Έδειχνε μια-μια τις εικόνες και συνήθιζε να λέει: «ου Αϊ-Γιώργς απ’ του Κουρί, ου Αϊ-Γιάννς από του Γαύρου, οι Ταξιάρχες απ’ τα Καραγάτσια, ου Αϊ-Δημήτρς απ’ του πουτάμ’ κλπ.». Όταν τελείωνε τη δημοπρασία της κάθε εικόνας, έλεγε: «ένα -δύο, είναι άλλος; τρία και, τέλος, τισλίμ», δηλαδή παραδόθηκε (τούρκικη λέξη). Όποιος έδινε το μεγαλύτερο ποσό χρημάτων συμμετείχε μαζί με την εικόνα στην τελετουργία του αγιασμού των υδάτων. Το ίδιο γινόταν και με τα φλάμπουρα.
Με το τέλος της διαδικασίας, η πομπή ξεκινούσε για το σιντριβάνι, όπου βρισκόταν δίπλα στο παλιό πηγάδι στην άλλοτε κεντρική πλατεία του χωριού. Μπροστά πήγαιναν όσοι κρατούσαν τα φλάμπουρα, τα εξαπτέρυγα και τις εικόνες και πίσω ο παπάς, οι ψάλτες, μετά οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι ψάλτες με τον παπά έψαλλαν το: «Εν Ιορδάνη…» και όλοι δυνατά επαναλάμβαναν: «Κύριε ελέησον» ή «Κύργια λέησον».
Η περιφορά έπρεπε να κάνει έναν ολόκληρο κύκλο, γύρω-γύρω από το χωριό. Ο παπάς έκανε δέηση στα σταυροδρόμια του χωριού. Από την εκκλησία πήγαινε η πομπή ανατολικά, από εκεί έστριβε προς βορρά, στον πιο ζόρικο ανήφορο του χωριού, στη συνέχεια δυτικά και σταματούσε στο σιντριβάνι για τον αγιασμό των υδάτων, όπου περίμεναν οι γυναίκες με τα γυάλινα κανατάκια για να πάρουν το αγιασμένο νερό και να ραντίσουν στο σπίτι, στο αμπέλι και στα ζωντανά, αλλά και στα εικονίσματα, που με το πέρασμα του χρόνου, όπως πιστεύεται, χάνουν την αρχική δύναμη και την αποκτούν όμως εκ νέου με τον αγιασμό. Η κατάδυση του Σταυρού, κατά τη λαϊκή πίστη, δίνει στο νερό καθαρές και εξυγιαντικές ιδιότητες.
Μετά τη ρίψη του σταυρού, η εντυπωσιακή μεγαλοπρεπής πομπή με τα λάβαρα και τις εικόνες, με προεξάρχοντα τον ιερέα με τα πολυποίκιλτα άμφια και από δεξιά και αριστερά του έχοντας τους ψάλτες, κατευθυνόταν βόρεια, έπειτα δυτικά, έστριβε νότια και τέλος ανατολικά, κλείνοντας τον κύκλο της περιφοράς μπροστά στην εκκλησία.
Η πομπή σε όλη τη διάρκεια της περιφοράς πήγαινε με αργό βηματισμό, ψάλλοντας : «Κύριε ελέησον», ενώ όλοι οι Πελκιώτες που ακολουθούσαν επαναλάμβαναν δυνατά: «Κύργια λέϊσα, κύργια λέϊσα πού να πάω να αλέσω στ’ Μπαρμπαγιάννη του μύλου, θα με φαν τα σκλια χτύπα τα μι τα σκνιά, θα μι φαν οι αρκούδες χτύπα μι τσικούρες, θα μι φαν τα πουντίκια χτύπα μι τα δικανίκια ». Το «Κύργια λέησον» γέμιζε το χωριό και η ηχώ έφτανε ως πάνω στον Αϊ-Γιώργη.
Στις εξώπορτες οι άντρες έβγαζαν ένα σίδερο, συνήθως ένα υνί από το σιδεράλετρο, για να το πατούν οι μετέχοντες στην περιφορά του αγιασμού των υδάτων και έτσι να τους πάει καλά η γεωργική παραγωγή αλλά και τα ζώα τους να είναι υγιή. Οι ευχές που λέγονταν ήταν: «Να τα χλιάς (χίλια) τα ζωντανά» ή «Να γιμώσ’ τα ’ μπάρια».
Όταν τα «Κύργια λέϊσα», όπως συνήθιζαν να λένε την πομπή, περνούσαν μπροστά από τα σπίτια, όπου έβλεπες σε όλα τα χαϊάτκια (υπόστεγο μπαλκονιού) να κρέμονται τα λουκάνικα στ’ λούρα (μακρύ ξύλο), οι νοικοκυρές έβγαιναν με ένα δίσκο που είχε τυρί, τηγανιά, λουκάνικα με αρμιά, για να κεράσουν τους άντρες της περιφοράς, ενώ οι οικοδεσπότες τους έδιναν τ’ μπότσα μι του ρακί για να πιουν γρήγορα μια ρουφηξιά και να ζεσταθούν. Ο Νίκος Αντωνόπουλος, ως παιδί μετέχοντας στην περιφορά, κρατούσε την εικόνα και θυμάται πως: « τα χέρια μας και το πρόσωπό μας ήταν κατακόκκινα σαν παντζάρια από το πολύ κρύο. Θα θυμούνται οι παλιοί πως τότε έριχνε πολύ χιόνι, έκανε πολύ κρύο και τα κρύσταλλα από τις αχυρώνες και τα μαντριά που κρέμονταν ήταν πάνω από ένα μέτρο».
Πώς θα μπορούσε κανείς να ξεχάσει τα όσα συνέβαιναν τη μέρα αυτή! Χαράχτηκαν στη μνήμη μου!