Κλαδαριά: Αποκριάτικο έθιμο της Βλάστης

Κείμενο: Περικλής Μανίκας Φωτογραφίες: Τζιώλας Κώστας

Το Έθιμο “Κλαδαριά” πραγματοποιείται την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς.

Όπως στα περισσότερα αν όχι όλα τα μέρη της Ελλάδας, οι Απόκριες είναι για να σατιρίζουν καταστάσεις. Έτσι και εδώ στην Βλάστη, το κάνουν με έναν μοναδικό τρόπο. Το έθιμο αυτό παρατηρείται από πολύ παλιά και αυτό μας το διηγείται και ο Μιχάλης Καλινδέρης στο βιβλίο του “Ο βίος της κοινότητας Βλάστης επί Τουρκοκρατίας”*.

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Μ. Καλινδέρη «Ο βίος της κοινότητας Βλάστης επί Τουρκοκρατίας:

“Εξω έχουν άναφθή οί κλαδαριές, μέ κέθαρα (όχι μέ κλαδιά) μικρά και μεγάλα, καλούμενα οτ3ρσις (ursa, βλάχικα ή άρχούδα )1. Τά κέθαρα έχουν κοπή καί μεταφερθή πρό έβδομάδων άπό τίς γύρω βουνοπλαγιές σ& ένα χα-θορισθέν υπό τής παρέας έκάστου μαχαλά μέρος, σπίτι, υπόστεγο κλπ, 50, 100, 200 διά .κάθε χλαδαριάν. Πέριξ ένάς σχαφέντος κυκλικού λαχκίσχου, είς περίοπτον μέρος τού μαχαλά, γίνεται ή χλαδαριά.

Τά παιδιά όρχούνται πέριξ τής κλαδαριάς δοντα τής ξικονλονμένης βραδυάς τά & σεμνα καί σα-τυρικά. `0 χορός των είναι όλίγον πηδηχτός καί ό ήχος τών τραγουδιών όλί-γcν βαρύς. Πρωταρχίζουν καί έπαναλαμβάνουν πολλάκις: «Στίς τρανέ, μπρέ μπρέ μπρέ, στις τρανές τις άπουκριές . ‘Απουχ έ, d ού gου d ού gου d ού, άπου-χρεύουν πού τυρί, έπού π… Κι’ άπό μ…».

“Επειτα άλλο (τραγούδι). ‘Ολί-γον παρέκεια οίκογένειαι τής συνοικίας παρακολουθούν τά παιδιά ουχί &πί μακρόν καί πέραν τού μεσονυχτίου’ καί τά κορίτσια τής γειτονιάς βγαίνουν καί παρακολουθούν άπό πιό μακριά άπό έντροπήν. ‘Από τσάλλες συνοικίας παρέες περιέρχονται τίς χλαδαριεές καί ήμπορούν νά πούν σέ ξένην χλαδα-ριάν καί Ιδιχά τους τραγούδια μέ περισσότερα καί χτυπητότερα μασχαρ-λίχια’ κάποιος μάλλον είδήμων καί πιό ξινέντραπος θά ξεφαντώση. “Οταν καούν τά χέθαρα —μέ τή φωτιά πιστεύουν πώς χαίονται καί οί ψύλλοι στά ξ άρ ς, > σπίτια– καί μείνουν οί ι ε τότε εύκολώτερα και τά πηδηματα άπό επανω, μαζεύονται γύρω γύρω σέ πέτρες τά παιδιά όλα ώς τό πρωί καί λέν διάφορα παραμύθια κτλ..

Την μεγάλη την Αποκριά όλοι ανεξαιρέτως είχαν τους ρόλους τους. Οι γυναίκες του χωριού ήταν στο σπίτι και έκαναν γλυκά. Έπλαθαν σαραγλί (γλύκισμα), ετοίμαζαν περιποιημένα φαγητά, έκαναν πίτα, έβραζαν αυγά για “τ’ χάσκα” όπως ‘λέγαν οι ντόπιοι. Τα παιδιά ετοίμαζαν την λεγόμενη “κλαδαριά” (πολλά κέθαρα μαζεμένα σε ένα σημείο το οποίο στηρίζονται από ένα μακρύ ξύλο) μαζεύοντας κέθαρα (είδος θάμνου) από το βουνό και μεταφέροντας τα στο σημείο που έχει οριστεί να ανάψουν το κατασκεύασμα. Στο δείπνο έπρεπε να είναι παρόντα όλα τα μέλη της οικογένειας. Μέσα από το έθιμο της κλαδαριάς υπήρχε ένα ακόμα το οποίο ονομαζόταν χάσκα (όπως αναφέρθηκε πριν). Αυτό  Το βράδυ μετά το φαγητό μαζεύονταν οι άντρες (νέοι και γέροι) γύρω από την κλαδαριά και αφού την έβαζαν φωτιά χόρευαν γύρω απ’ αυτήν τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια από την Κοζάνη κυρίως. Μέχρι και το τελευταίο κέθαρο να καεί δεν σταματούσαν να χορεύουν και να το διασκεδάζουν.

Την άλλη μέρα στο δείπνο, έπρεπε να είναι όλα τα μέλη της οικογένειας παρόντα. Πριν ξεκινήσουν να τρώνε οι νέοι έπρεπε να σηκωθούν και να κάνουν τρεις μετάνοιες μπροστά στους μεγάλους ώστε να “συγχωρεθούν”. Στην συνέχεια ο αρχηγός της οικογένειας θα έκανε σε όλους “χάσκα”. Δηλαδή ένα καθαρισμένο σφιχτό αυγό το ‘δενε με μία κλωστή και η άλλη άκρη ήταν δεμένη με ένα λεπτό και λείο ξύλο με το οποίο έκαναν τις πίτες, τον λεγόμενο ως κλώστη. Μετά σήκωνε το αυγό στον αέρα κατευθύνοντάς το προς το στόμα του καθενός που καθόταν στο τραπέζι. Μετά αφού το έπιανε κάποιος έπαιρναν την κλωστή και την καίγανε στο τζάκι ευχόμενοι καλή σαρακοστή. * Η “χάσκα” παρομοιάζονταν ως η “τάπα” στο στόμα ώστε να ξεκινήσει η νηστεία και γινόταν το βράδυ της Τυρινής.

Εκείνες τις μέρες κοντά στις Αποκριές ερχόταν στο χωριό ο γκέγκας (χαλβατζής). Παρευρισκόταν στο χωριό μια φορά τον χρόνο και όλα τα νοικοκυριά προμηθεύονταν χαλβά.

Exit mobile version