Κοκόσιες!
Χιόνι. Το μάτι ταξίδευε ανεμπόδιστο, χάνονταν μες το λευκό. Σιωπή κρέμονταν απ’ τα γυμνά ,κρυσταλλιασμένα κλαδιά των δέντρων. Γκριζογάλανοι καπνοί ξεμυτούσαν απ’ τις καμινάδες, κοντοστέκονταν για λίγο κι ύστερα, μ ’ένα σπάσιμο της μέσης, κινούσαν προς τα πάνω αργά, νωχελικά, άλλοι για να χαθούν στον δρόμο κι άλλοι για να καταφέρουν να χωθούν στην αγκαλιά του ουρανού που’ χε κατέβει χαμηλά, χωρίς σύνορο με την γη. Κρύσταλλοι μακρόστενοι, καλοσχηματισμένοι, που θα ζήλευε πολυέλαιος ακριβός, ολόγυρα κρεμασμένοι απ’ τις στρωμένες με γκρίζες πελεκητές πέτρες σκεπές, φύλακες άγρυπνοι των σπιτιών και των στιγμών στο Ντόλο, που έδειχνε σαν να κοιμόταν ακόμα, βαθιά κι ας είχε φέξει από ώρα.
Το φορτηγό, με την μπλε καρότσα και τον γκρι μουσαμά, κυλούσε αργά λες κι είχε σβήσει την μηχανή αφήνοντας να το παρασύρει και να το οδηγεί το ελαφρύ, σχεδόν ανεπαίσθητο, αεράκι που φυσούσε. Ο οδηγός του, ο έμπορος φρούτων Κώστας Κοκκαλιάρης, είχε αφήσει την ασφάλεια και την σιγουριά του παρμπρίζ και κρατώντας με το δεξί χέρι το τιμόνι και τα πόδια το’ να πάνω από γκάζι και τ’ άλλο πάνω στο φρένο, τέντωσε το κορμί του βγάζοντας το μισό έξω απ’ το παράθυρο, ρίχνοντας συνεχώς ματιές και προς τα δεξιά του όπου δεν φαινόταν αλλά ήξερε πως έχασκε ο γκρεμός που αν τον τραβούσε θα’ φτανε μέχρι κάτω, εκεί όπου ξεκινούσαν οι τελευταίες ανηφόρες για τον Πεντάλοφο. Στην πρώτη απλωσιά τράβηξε χειρόφρενο. Η πίσω πόρτα ανοιχτή, καλά στερεωμένη απ’ τις αλυσίδες, και μια φωνή στεντόρεια που σηκώθηκε πιο πάνω κι απ’ τους καπνούς σύρθηκε μες στα σοκάκια.
-Λάχανα , πράσα, πορτοκάλια, μήλα. Σιέι μι σιέι. (είδος με είδος)
Μια, δυο φορές κι ύστερα πάλι σιωπή. Μαύρες κουκίδες στην αρχή. Μικρές πινελιές. Άλλη κοντά, άλλη ψηλότερα. Όλες τον ίδιο προορισμό. Κουκίδες που μεγάλωναν μέχρι που γινήκαν γυναίκες. Μαυροντυμένες. Ρούχο του πένθους αλλά και της απώλειας. Ο άνθρωπος που χάνεται λείπει και πόνα, μα για όποιον ξενιτεύεται διπλός ο καημός. Γυναίκες, με πρόσωπα αργασμένα, κυρτές πλάτες και χέρια που απορούσες πώς κρατούσαν τόσο σφιχτά το γεμάτο σακούλι στον ώμο.
-Αυτό πόσο;
Τα κάστανα έβγαιναν απ΄ τα σακούλια για να καταλήξουν στο βάθος της καρότσας και τα σακούλια γέμιζαν με τα χρειαζούμενα. Τα χοντρά κάστανα τον πρώτο λόγο. Ένα κιλό, δύο, τρία, μπορεί και τέσσερα κιλά απ’ ό,τι υπήρχε στην καρότσα. Τα ψιλά, ίσα που κατάφεραν να κερδίσουν το βάρος τους.
-Ίσια κι ίσια.
Δύο κουβέντες παραπάνω, όχι γιατί το παζάρι έτσι κι αλλιώς πρέπει να γίνει, αλλά για να πιάσει τόπο ο κόπος, μπας και γλυκαθούν λίγο και τα πληγωμένα κεριά που ένιωσαν τα αγκάθια του καρπού να μπήγονται μες την σάρκα τους κι ας μην καταφέρνουν τώρα να την τρυπήσουν αφού την τρύπησαν τόσες φορές που έμαθε πια να μην ματώνει, αλλά ποια σάρκα τα κατάφερε ποτέ να μην πονά;
-Παραπάν’ από κιλό είναι. Βαριά βαριά.
Το παζάρι έκλεισε και σε λίγο μόνο οι πατησιές ξεμένουν στο χιόνι που κι αυτές θα χαθούν καθώς νιφάδες αρχίζουν και πάλι να πέφτουν. Μια μόνο μαυροντυμένη έχει ξεμείνει και κάτι παζαρεύει. Στήνω αυτί.
-Τα μι παρς στν Κοζάνη μαζί να παένω ψίχα στου πιδί;
-Ναι, αλλά το εισιτήριο είναι ακριβό.
-Τι μπρε;
-Κοκόσιες!
Στον Πεντάλοφο, πάνω στην σόμπα με τα πυρωμένα μπουριά, μες το σαγανάκι τσιτσιρίζει το κομμάτι το κεφαλοτύρι και πάνω στην τσιμπίδα ξεροψήνεται το ψωμί.
-Να το μπρουτζιαλίσου (ξεροψήσω) πουλύ ή λίγο;
Νύχτωσε. Το κρύο πέφτει πάνω σου σαν βρεγμένο ρούχο που δεν ξεκολλάει.
-Καλή στράτα.
Και το κρέας καλό αλλά το κεφαλοτύρι σκέφτομαι ακόμα και το μπρουτζιαλισμένο ψωμί. Να δίνει εκείνη η σόμπα τέτοια νοστιμιά; Ο θεός μου γελά και μου κάνει νόημα να ανέβω για να ξεκινήσουμε. Σχεδόν πέφτω πάνω της. Αλλαγμένη, με τα καλά της, και μια σακούλα στο χέρι.
-΄Έφερες;
Γνέφει ναι στον οδηγό και την βοηθώ ν ’ανέβει στην καμπίνα του φορτηγού. Κατηφορίζουμε. Το χιόνι πέφτει πυκνό. Οι ανάσες μας θαμπώνουν τα τζάμια. Μ ’ανησυχεί ο καιρός, αλλά κι η νύχτα.
-Πάρει.
Στρέφω το κεφάλι απορημένος. Η επιβάτης έχει απλωμένη στα πόδια της μια πετσέτα γεμάτη κάστανα. Ψημένα, καθαρισμένα. Χρυσίζουν; Μπορεί να ‘ναι κι η ιδέα μου. Παίρνω ένα. Σχεδόν γεμίζει η χούφτα. Το δοκιμάζω. Ποιο κεφαλοτύρι και ποιο μπρουτζιαλισμένο! Μόλις που κρατιέμαι να μην καταβροχθίσω και την τελευταία κοκόσια που μ ’αναλογεί. Δίνω μάχη με την λαχτάρα μου μέχρι την Κοζάνη. Έξω απ’ το σπίτι λυγίζω. Μπαίνω, ψαχουλεύοντας την τσέπη του μπουφάν μπας κι έμεινε κάτι.΄Εστω ένα ψίχουλο.