«Στις τρανές μπρε μπρε μπρε,
στις τρανές τις απουκριές,
απουκρεύουν του τυρί και του …»
Οι Απόκριες είναι μια πραγματική γιορτή. Οι μέρες αυτές είναι του γλεντιού, της ψυχαγωγίας και του «μασκαρέματος» και έχουν παραμείνει από τις αρχαιότερες «Διονυσιακές γιορτές» των Ελλήνων, όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν, πίνοντας κρασί και το κέφι έφτανε στο κατακόρυφο προς τιμή του Διονύσου. Είναι αλήθεια ότι σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου εδώ και αιώνες γιορτάζονται, με τελετουργίες γονιμότητας, αθυρόστομα τραγούδια, σεξουαλικά πειράγματα και με διονυσιακή διάθεση αυστηρά ακατάλληλη για ανήλικους. Σημασία, επίσης, έχει ότι γίνονται τα δρώμενα και ότι ανάμεσα στα σοβαρά και στα αστεία λέγονται πράγματα που αλλιώς δε θα λεγόντουσαν, χωρίς να λείπουν και τα «εξ αμάξης», κοινωνική και πολιτική κριτική, ενώ με τις μεταμφιέσεις και τη χρήση της μάσκας και γενικά με το «μασκάρεμα» ξαναζεί ο Διόνυσος με όλη του τη δημοκρατική μεγαλοπρέπεια. Την εποχή της Τουρκοκρατίας δε δίσταζαν ακόμα και τους πασάδες να σατιρίσουν και να τους κατεβάσουν στο επίπεδο που τους ανήκε.
Στο χωριό μου, την Πέλκα, μόλις φτάσουν οι Απόκριες, οι νοικοκυρές ετοιμάζουν το γλύκισμα, που είναι ο μπακλαβάς ή το σαραϊλί, πατροπαράδοτα γλυκίσματα του χωριού. Πλάθουν τα φύλλα για τον μπακλαβά, τα αραδιάζουν στο σινί και ανάμεσά τους βάζουν καρύδια κοπανισμένα με κανέλα, ζάχαρη και γαρίφαλο. Για το σαραϊλί πάλι ανοίγουν φύλλο, το τυλίγουν στον κλώστη έχοντας βάλει μέσα καρύδια και μπαχαρικά, από τις δυο άκρες σουρώνουν το τυλιγμένο φύλλο και το τοποθετούν στο σινί.
Μετά την εκκλησία την Κυριακή της Τυρινής, γίνονται επισκέψεις έως αργά το απόγευμα, συχουρνιούντι όπως λέγουν, φιλώντας το χέρι των μεγαλυτέρων για να εισέλθουν στη Σαρακοστή, για να μην είναι μαλωμένοι «γιατί είναι αμαρτία». Τα παιδιά φιλώντας το χέρι των συγγενών τους παίρνουν φιλοδώρημα αλλά και σουτζούκι, που γίνεται την εποχή του τρύγου και το διατηρούν όλο το χειμώνα.
Το βράδυ στο τραπέζι θα γίνει ο χάσκας, από το ρήμα χάσκω που σημαίνει ανοίγω υπερβολικά το στόμα και μένω με το στόμα ανοιχτό. Είναι ένα είδος παιχνιδιού. Ένα σφιχτά βρασμένο αυγό ξεφλουδισμένο δένεται στην άκρη μιας στερεής κλωστής που είναι δεμένη στον κλώστη της πίτας ή σε γερή βέργα και αιωρείται από το μεγαλύτερο της οικογένειας, τρεις μόνο φορές, μπροστά στο στόμα του κάθε συνδαιτυμόνα που προσπαθεί να το φάει χωρίς τη βοήθεια των χεριών και ιδίως των παιδιών, λέγοντας: «χάσκα, μαλάσκα κι τώρα κι του χρόνου». Ένα παιχνίδι που τα παιδιά ιδιαίτερα το χαίρονται. Όποιος πιάσει το χάσκα με το στόμα θεωρείται ο τυχερός νικητής. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι με αυγό κλείνουν το στόμα για τη Σαρακοστή και με αυγό το ανοίγουν την Πασχαλιά.
Στην Πέλκα άναβαν κλαδαριές και τις Μικρές και τις Μεγάλες Απόκριες. Στις Μικρές Απόκριες η κλαδαριά ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με αυτή των Μεγάλων, οπότε και η προετοιμασία ήταν ανάλογη, όπως και ο συναγωνισμός και η ένταση μεταξύ των παιδιών.
Τις κλαδαριές τις έκαναν με κλαδιά βελανιδιάς και κυρίως παλιούρια που καίγονται εύκολα και η φλόγα τους είναι λαμπερή και το κάψιμό τους συνοδεύεται από ευχάριστους ήχους. Τα παιδιά έκοβαν τα ξύλα και τα μετέφεραν εβδομάδες πριν από το ρουμάνι και τις βουνοπλαγιές σε κάποιο σπίτι για φύλαξη, γιατί υπήρχε φόβος κάποιοι άλλοι συνομήλικοί τους από άλλη γειτονιά να πάνε να τα πάρουν. Η κάθε γειτονιά έκανε τη δική της κλαδαριά που μπορεί να έφτανε και στο ύψος των πέντε μέτρων και με διάμετρο τρία μέτρα. Βέβαια, υπήρχε συναγωνισμός ποια γειτονιά θα έκανε την ψηλότερη κλαδαριά αλλά και ποια θα την άναβε όσο πιο αργά γινόταν ή και τελευταία.
Η κλαδαριά στηνόταν την Κυριακή και μέχρι να έρθει η καθορισμένη ώρα για το άναμμά της, έπρεπε οι νέοι να την περιφρουρούν, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να την ανάψουν παράκαιρα παιδιά από άλλη γειτονιά -πράγμα που θεωρείτο προσβλητικό- και γι’ αυτό πάντα υπήρχε περιφρούρηση, αλλά σε χαλαρή φύλαξη, για παράδειγμα σε ώρα φαγητού, μπορούσε να συμβεί το ανεπιθύμητο άναμμα. Πολλές φορές γίνονταν απόπειρες οργανωμένες από ομάδα παιδιών, κρατώντας μακριά ξύλα που στην άκρη τους βάζανε αναμμένα λάστιχα παπουτσιών και τα πετούσαν στην ξένη κλαδαριά, επιχειρώντας να την ανάψουν ακόμη και μεσημέρι. Και τότε ακολουθούσε ολιγόλεπτη «μάχη» εκ του συστάδην, με πέτρες και λάστιχα αναμμένα, χωρίς σκέψη για τις επιπτώσεις, «υπερασπίζοντας» τη δική τους δημιουργία, την κλαδαριά. Παιδικά κατορθώματα! Παρενέβαιναν στη σύγκρουση ακόμη και οι μεγάλοι για την επιβολή της τάξης.
Άναβαν, λοιπόν, στην καθορισμένη ώρα την κλαδαριά και, μόλις οι φλόγες καταλάγιαζαν, πιάνονταν τα αγόρια στο χορό και τραγουδούσαν τα «ξεδιάντροπα» τραγούδια, όπως λένε στην Πέλκα τα σκωπτικά και ελευθερόστομα, τα άσεμνα και σατυρικά τραγούδια, με τις βωμολοχίες που επιτρέπονταν μόνο εκείνη την ημέρα και δε λέγονταν σε άλλες ανοιχτές συγκεντρώσεις. Ο ήχος των τραγουδιών είναι κάπως βαρύς και ο χορός ολίγον πηδηχτός. Ως κορυφαίος του χορού, ως μπροστάρης, έμπαινε ένας θαρραλέος νέος και άρχιζε πρώτος το τραγούδι που επαναλάμβαναν οι επόμενοι εν είδει χορού: «Στις τρανές μπρε μπρε μπρε, στις τρανές τις απουκριές, απουκρεύουν του τυρί και του μ...». Συνέχιζαν με άλλο τραγούδι, ένα πραγματικό ξεφάντωμα που πήγαινε έως στις πρωινές ώρες. Με το σβήσιμο της φωτιάς σταματούσαν και τα περιγελαστικά αυτά τραγούδια που θα ακούγονταν την επόμενη χρονιά.
Και αυτά ίσχυαν μόνο για τους άντρες. Τα κορίτσια στην Πέλκα δεν τα άφηναν να παρακολουθήσουν τα δρώμενα γύρω από τις αναμμένες κλαδαριές. Και ο λόγος ήταν να μην ακούν τα «μασκαραλήκια», τα βωμολοχικά δηλαδή τραγούδια.
Τα αγόρια, λοιπόν, τραγουδούσαν και χόρευαν γύρω από τις φλόγες και όταν τα ξύλα της κλαδαριάς καίγονταν και έμειναν οι ζιάρες, ακολουθούσαν πηδήματα πάνω από τη ζιάρη. Παλιότερα, οι νέοι πηδούσαν πάνω από τις φωτιές. Ο Φώτης Γ. Τζήμος μου αφηγήθηκε το εξής περιστατικό: « Το έθιμο αυτό σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίες του 1930, όταν κάηκε ένας νέος δέκα με δώδεκα χρονών μπροστά στα μάτια όλων, αφού πήδηξε πάνω από τη φωτιά στην κλαδαριά κάτω από το σχολείο και πήραν φωτιά τα τσπούνια του και κάηκε στα πόδια του και στα γεννητικά του όργανα με εγκαύματα δευτέρου και τρίτου βαθμού. Ο νέος που βρήκε το θάνατο με φριχτούς πόνους λεγόταν Γεώργιος Ζαρογιάννης του Αθανασίου και της Ναστασιάς Κοντσιώτη. Αδέλφια είχε το Κώτσιου τ’ Λιόλ’, την Αγνή και την Βάσιου. Μετά το θάνατο του νέου σταμάτησαν το έθιμο, να πηδάνε δηλαδή πάνω από τη φωτιές».
Γενικά, στις Απόκριες έμμετρα ο λαός μας διακωμωδεί ατομικές ηθικές ατέλειες ή επικρίνει κοινωνικοπολιτικές αδικίες. Κατακρίνει παρεκτροπές από το γραπτό και άγραφο ηθικό νόμο ή από τις κρατούσες αντιλήψεις. Στα τραγούδια αυτά επικρατεί ένας τόνος ευθυμίας και γέλιου, όχι και τόσο συνηθισμένος στη δημοτική μας ποίηση, γιατί σ’ αυτά ο «ανώνυμος» ποιητής χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, δε μιλά μόνο για βάσανα και καημούς, αλλά επικεντρώνεται στη διασκέδαση και τη φαιδρότητα. Τα αποκριάτικα τραγούδια, σε συνδυασμό με το μασκάρεμα, δίνουν τη δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης. Γι’ αυτό στην ξέφρενη ευθυμία και διασκέδαση τα διακρίνει και κάποιο άσεμνο περιεχόμενο σε σχέση με τη χριστιανική διάσταση της νηστείας ( Σαρακοστή). Οι στόχοι του διευκολύνονται από τις πολύ συχνές επαναλήψεις, στις οποίες κυριαρχεί η γνωστή σε όλους «τρεις φορές».
Bιώνει στιγμές ο λαός μας τις Απόκριες, ζώντας έξω από τον κόσμο και έξω από το θάνατο. Ο έρωτας είναι θέμα της ζωής και των τραγουδιών μας : «Σήμερα είν’ αποκριές και γιορτάζουν οι γριές… Και χορεύουν οι γερόντοι, σαν παλιάλογα στ’ αλώνι». Η δημώδης ποίηση, ακόμη, σατιρίζει τις πράξεις που είναι αντίθετες με τις κρατούσες αντιλήψεις περί της ηθικής: « πήγαινα τοίχο- τοίχο και τη βρίσκω μ’ ένα φίλο ή πήγαινα τριγύρω-γύρω και τη βρίσκω μ’ ένα χήρο». Λέγονται τραγούδια τις Απόκριες που κανείς στην «ελευθεριάζουσα» κοινωνία μιας μεγάλης πόλης δεν θα τολμούσε δημόσια να εκστομίσει, ενώ πολλά «συντηρητικά» χωριά του Βοϊου τα τραγουδούν, τα χορεύουν και τα γιορτάζουν τις Απόκριες.
Η Δόμνα Σαμίου τα ηχογράφησε και τα εξέδωσε το 1994 και μάλιστα είχε πει τότε σε συνέντευξή της: «Χρόνια τα συγκέντρωνα, μα δεν ήταν εύκολο να τα εκδώσω, διότι είχα πουριτανικές αντιδράσεις. Ακόμα και επιστήμονες θεωρούν ότι τα τραγούδια αυτά δεν πρέπει να ακούγονται. Και όμως είναι τόσο φυσικά, όσο και αυτά του γάμου και της ξενιτιάς…».
Η Αποκριά στο Βόιο και γενικά στην Ελλάδα είναι πλούσια σε έθιμα, πολλά από τα οποία σιγά σιγά εγκαταλείπονται και είναι κρίμα να γίνεται εισαγωγή και μίμηση ξένων εθίμων, ενώ από την παράδοσή μας θα μπορούσαμε να αντλήσουμε τραγούδια και χορούς, ικανά να απογειώσουν το κέφι και την ψυχαγωγία μας. Το έθιμο, ερχόμενο από το βαθύ παρελθόν, έχει χάσει την πρωταρχική του έννοια όπως και άλλα έθιμα. Οι αναπαραστάσεις σε πολλά μέρη μας αφήνουν την υποψία ότι πρόκειται για πολύτιμα δρώμενα και ότι έχουν τις ρίζες τους βαθιά στην εθιμική ζωή του Έλληνα και δεν είναι εφευρήματα για διασκέδαση και ξεφάντωμα.