Τα αμπέλια και τα κρασιά της Σιάτιστας

«Αρχόντισσα περήφανη Σιάτιστα παινεμένη

Ήσουν το παίνεμα εσύ στη γύρω επαρχία

Κι είχες και όνομα χρυσό σε λέγαν «Φλωροχώρι».

Οι εχθροί σου σε μισούσανε σε ζήλευαν γειτόνοι,

Κι οι Τούρκοι δεν σε μόλεψαν, ουδ’ έμειναν κοντά σου».

Η Σιάτιστα είναι μια εξέχουσα πόλη με διαχρονική παρουσία. Είναι ένας βραχότοπος που γεννά το πνεύμα, την αρχοντιά και τη δύναμη.

Η Σιάτιστα είναι ένας υποδειγματικός τόπος για τον Ελληνισμό, ένας τόπος που συνδυάζει την παραγωγικότητα, την δημιουργικότητα και την πνευματικότητα με ένα τρόπο θαυμαστό.

«Λεβεντογέννα Σιάτιστα τα πτερωτά βουνά σου και το γλυκό σου το κρασί και η άδολη ομορφιά σου».

Το αμπέλι και το κρασί είναι στενά δεμένα με τη ζωή της χώρας μας και τους ανθρώπους της, καθώς και με τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου. (Από τη μυθολογία ακόμα τα βλέπουμε να συνοδεύουν τον Έλληνα σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής και θρησκευτικής του ζωής και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που επέβαλε τη θεοποίησή τους, στο πρόσωπο του αρχαίου Θεού Διόνυσου. «Εώ σίτον και ύδωρ και οίνον ερυθρόν ευθήσω», τραγούδησε ο Όμηρος στα έπη του, ενώ μερικές εκατονταετηρίδες αργότερα έγραψε και ο Αριστοτέλης.

Δεν είναι όμως μόνο ο Όμηρος και ο Αριστοτέλης αυτοί που μίλησαν για το κρασί στην αρχαιότητα. Σ’ όλα σχεδόν τα ποιητικά και πεζά κείμενα βρίσκουμε αναφορές των αρχαίων γι’ αυτό. Παράλληλα, βλέπουμε πως ο Θεός Διόνυσος, ο Θεός της ευτυχίας, της τέρψης, του κεφιού, αλλά και ο προστάτης του δράματος λατρευόταν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, σε γιορτές που οργάνωναν προς τιμή του, όπως τα Διονύσια, τα Λήναια, τα Ανθεστήρια κ.λ.π.).

Χιλιόχρονη λοιπόν η παράδοση του κρασιού στη χώρα μας, που κρατήθηκε ζωντανή μέχρι τις μέρες μας, με αποκορύφωμα τις γιορτές του κρασιού. Η ιστορική, η λεβεντογέννα, η παραδοσιακή και ευεργετομάνα Σιάτιστα ανήκει σε κείνες τις περιοχές που ήταν ονομαστές για την ποιότητα των κρασιών.

Η αμπελουργία της Σιάτιστας κατά το παρελθόν παρουσίασε μεγάλη ακμή. Τα αμπέλια της Σιάτιστας κατελάμβαναν περισσότερα από 20.000 στρέμματα με μέση απόδοση 600-800 χιλιόμετρα σταφυλιών το στρέμμα. Η Σιάτιστα υπήρξε σημαντικό κέντρο κρασιού. Στην αμπελουργία οι κάτοικοι της Σιάτιστας επιδόθηκαν πριν πολλά χρόνια.

Από τα σταφύλια των αμπελιών της Σιάτιστας και ιδιαίτερα από την ποικιλία σταφυλιών τα μοσχομαύρα, με την κατάλληλη επεξεργασία, παράγεται το καλύτερο ηλιαστό κρασί της Σιάτιστας, που βραβεύτηκε σε πολλές εκθέσεις και που εδώ και ολόκληρους αιώνες η φήμη του εξακολουθεί να παραμένει.

Τα καλύτερα αμπέλια της Σιάτιστας ήταν στο Ντερβένι. Αργότερα οι Σιατιστινοί φύτεψαν αμπέλια και σε άλλες περιοχές (Πέτροβο, Μπουρλέκια, Ριζά, Τζιάγκινα, Μαγούλα, Μπότσκα, Πούσταβο, Τσιποτούρα, Αργυρά, Αναβρυκά, Τζιούμτα, Φαρδύκαμπο, Παλιάμπελα, Παλιόμυλο, Σαμαρές, κ.λ.π.).

Τα κρασιά που παράγονταν και παράγονται και σήμερα στη Σιάτιστα είναι το άσπρο και το μαύρο (δηλαδή το μπρούσικο). Τα μαύρα μπρούσκα ξακουστά κρασιά της Σιάτιστας ήταν περιζήτητα.

Οι Σιατιστινοί με τα καραβάνια μετέφεραν τα κρασιά στα Γιάννενα και τη Θεσσαλία και επιστρέφοντας φόρτωναν διάφορα άλλα γεωργικά και μη προϊόντα. Εκτός από τα Γιάννενα, τα κρασιά πουλιούνταν και στα παζάρια, στο Τσοτύλι, τα Γρεβενά, το Άργος Ορεστικό, την Κορυτσά. Εκεί πρώτοι πήγαιναν οι κρασάδες της Σιάτιστας άδειαζαν τα δερμάτια, τα φούσκωναν και τα κρεμούσαν έξω από τα χάνια, για να μάθει ο κόσμος ότι έφθανε το νέο κρασί.

Μεγάλη κατανάλωση έκανε και η Σαμαρίνα, όπου το ντερβενίσιο κρασί της Σιάτιστας εκτιμούνταν ιδιαίτερα. Μάλιστα για τη Σαμαρίνα λένε και το εξής περιστατικό: Το καλοκαίρι, όταν γέμιζε από οικογένειες, οι Σαμαρινιώτες δεν μπορούσαν να καταλάβουν νοστιμάδα από κοκορέτσι και ψητό χωρίς ντερβενίσιο Σιατιστινό κρασί. Γνώριζαν οι μερακλήδες ποια κατώγεια είχαν κρασί ντερβενίσιο γερό, το πλήρωναν ακριβά, γιατί εκεί επάνω στα 1600 μέτρα, τα μαγαζιά που είχαν άλλα κρασιά δεν έπιαναν μπάζα.

Ακόμα, όπως έλεγαν οι παλιοί Σιατιστινοί, αν κανένας είχε αμπέλι στο ντερβένι, ήταν πιο εύκολο να παντρέψει το κορίτσι του.

Γνωρίζουμε ακόμα ότι ανάμεσα στα σπουδαιότερα εγχώρια εμπορεύματα που μεταφέρονταν με καραβάνια από τη Μακεδονία στην Κεντρική Ευρώπη, ήταν και τα περίφημα κρασιά της Σιάτιστας.

Οι Σιατιστινοί, που ανέκαθεν ήταν φιλέορτοι και χωρατατζήδες, όπως γιόρταζαν τον τρύγο, έτσι πανηγυρικά γιόρταζαν και την παραγωγή της ρακής.

Όταν έλεγαν «θα βγάλουμε τα τσίπουρα» εννοούσαν όλη τη σκληράδα, αλλά και εύθυμη διαδικασία για την μετατροπή του σακχάρου των στέμφυλων (τα τσίπουρα) σε οινοπνευματώδες ποτό, την περίφημη Σιατιστινή ρακή, που έφτανε ως τη Βιέννη και γινόταν ανάρπαστη. Τότε γέμιζαν τα κιούπια ρακή και εύχονταν μεταξύ τους «Καλό έξοδο και του χρόνου με υγεία».

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εντυπώσεις του Άγγλου περιηγητή Ληκ που επισκέφθηκε τη Σιάτιστα το 1805: Από το προϊόν αυτό «τα σταφύλια» οι Σιατιστείς παρασκευάζουν ένα είδος κρασιού εκ των αρίστων της Ρουμελίας (Βαλκανικής Χερσονήσου), από το οποίο πωλούν αρκετό εις τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Ευρώπη. Το κρασί είναι τεσσάρων ειδών: 1) Ηλιασμένο ή Ηλιοστεγνωμένο, μίγμα άσπρων και κόκκινων σταφυλιών εκτεθειμένων επί οκτώ ημέρας εις τον ήλιον ή και εναποτεθειμένων εις σκεπασμένη συσκευή επί 6 εβδομάδας, κατόπιν των οποίων το προϊόν γίνεται άσπρο γλυκό κρασί δυνατής ουσίας και υψηλής γεύσεως, 2) Ένα άσπρο κρασί, 3) Ένα κόκκινο κρασί, 4) Το αψιθινόν ή κρασί αψινθίους (είδος Βερμούτ), παρασκευαζόμενον και εις άλλα μέρη της Ελλάδος. Το κρασί τούτο είναι γλυκό και ευγευστότατον. Οι Σιατιστινοί φυλάγουν το κρασί των τρία, τέσσερα, πέντε, κάποτε δε και περισσότερα χρόνια, στα βαγένια, καλαισθητικώς αραδιασμένα , όπως και εις την πεπολιτισμένην Ευρώπην.

Το άριστο κρασί παράγεται εις πετρώδη μέρη.

Να τι γράφει και ο περιηγητής Φραγκίσκος Πούκεβιλ, που επισκέφθηκε τη Σιάτιστα το 1806, στο βιβλίο του «Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία», Άνοιξη του 1806: «Η Σιάτιστα ήταν η πόλη της Ειρήνης. Το σχολείο της μιαν αγνή πηγή ηθικής, και αυτός ο ξεχωριστός πληθυσμός της, ένα παράδειγμα ομόνοιας που μπορούμε να το συστήσουμε στους άλλους κατοίκους της Ανατολής. Σ’ όλη τη Μακεδονία καυχιούνται για τα γλυκίσματα τους και πρώτ’ απ’ όλα για τις πίτες, ένα είδος γλύκισμα από φύλλα της Σιάτιστας, που τις στέλνουν σ’ όλη την αυτοκρατορία. Τα κρασιά της είναι το ίδιο ονομαστά και αυτά είναι, όπως πιστεύω, τα καλύτερα της Μακεδονίας».

Διαφήμιση Σιατιστινού κρασιού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1928 αναφέρει ο Παναγιώτης Αθαν. Τσαούσης, ο οποίος από το 1935-1937 εξέδιδε εφημερίδα με τον τίτλο «Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ». 500.000 οκάδες κρασιά επιτραπέζια Μαύρα, Ξανθά, Λευκά, Ηλιαστά.

Από το βιβλίο «Ιστορία της Σιατίστης, Αθήναι 1929» του Ιωάννη Αποστόλου παραθέτουμε τα παρακάτω: «Εμπόριον και ασχολίαι. Τα δε εξαίρετα προϊόντα αυτών ο οίνος και ιδία ο ηλιαστός και το οινόπνευμα εβραβεύθησαν εις πολλά Ευρωπαϊκάς εκθέσεις …Και συνεχίζει ο Ιωάννης Αποστόλου για τα αμπέλια της Σιάτιστας με τις απόψεις λογίου που επισκέφθηκε τη Σιάτιστα στη δεκαετία του 1920: «Είδαμε την ωραιότητα της εργασίας των. Είδαμε και εθαυμάσαμεν την αντοχήν των στην καλλιεργητική σκαπάνη, που έχει καταφάγει τα πέτρινα πόδια των βουνών και προχωρεί στες ραχούλες των να μαζεύη σε πεζούλακια το ολίγο χώμα και να το φτιάχνει αμπέλι. Τα περισσότερα βουναλάκια φαλακρά και πέτρινα, έχουν γρατσουνισθή εις αφάνταστο σημείο και έχουν στολισθή με κλήματα, που όσην πίκραν επήραν από τα εργατικά κορμιά δια να γίνουν τα στουρνάρια αμπελώνες, τόση γλύκα φέρουν στες ρόγες των σταφυλιών και τόσο πλούσια αμείβουν τον νοικοκύρη στο μοσχοπούλημα. Αυτό είναι το μυστικό της λαμπρότητας της Σιατίστης…».

Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης το Δεκέμβριο του 1931 απένειμε δίπλωμα στον Ιωάννην Αλεξίου «Σιάτιστα – Κοζάνης» Χρυσούν βραβείον μετά χρηματικού επάθλου δια τον παρ’ αυτού εκτεθέντα Ηλιαστόν – Οίνον. Το δίπλωμα βρέθηκε στο σπίτι του Κων/νου Αλεξίου, που το 2005 αγοράστηκε από τον δάσκαλο Μιχαήλ Κατσαώρα, ο οποίος και μου έδωσε αντίγραφο στις 12 Αυγούστου 2005.

Ζυγούρη Φιλίππου, Ιστορικά σημειώματα περί Σιατίστης και λαογραφικά αυτής, υπό έκδοση. (ολοκλήρωσε τη συγγραφή του μέσα στη δεκαετία του ’40). Χειρογρ. Σελ. 41-42, 78. Από τον δικτυακό τόπο http://www.siatistanews.gr.

(41)…Στη Μητρόπολη επεσκέφθηκαν τον Πασιά αρκετοί πολίτες και αντηλλάγησαν διάφορες συνομιλίες σε πνεύμα φιλικό, έως ότου έφθασεν η ώρα του δείπνου. Το δείπνο αποτελέσθηκε από φαγητά και γλυκίσματα ωραία και από το (42) εξαιρετικό κρασί της Σιάτιστας, το ηλιασμένο…

(78) Οι διανοούμενοι και οι ζώντες από εισοδήματα των κτημάτων ή από καταθέσεις στις τράπεζες ύστερα από τη δύση του Ηλίου, αποτελούσαν μόνιμες παρέες και πήγαιναν σε ένα από τα σπίτια που άνηκεν σε ένα μέλος της παρέας και περνούσαν εκεί ολίγες ευχάριστες ώρες με τους μεζέδες και με το ούζο ή το ηλιαστό που προθυμοποιούνταν η οικοδέσποινα να τους προσφέρει…….

Δημοσίευμα του Γεωργίου Μ. Μπόντα Τέως Δ/ντη της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας – Λαογράφου με τον τίτλο: «ΤΟ ΗΛΙΑΣΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΗΣ ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ» στον δικτυακό τόπο http://www.siatistanews.gr.

Του Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη στο άρθρο του «ΣΙΑΤΙΣΤΙΝΗ ΓΟΗΤΕΙΑ» που δημοσιεύτηκε στο «Μακεδονικό Ημερολόγιο του 1972» του Γιάννη Σφενδόνη: Γράφει ο Τσοπανάκης μεταξύ άλλων: «Το γλέντι είναι το άλλο γενικό χαρακτηριστικό. Μέσα σ’ εκείνην την Κατοχή με όλα τα πράγματα λειψά και φερμένα από τα γύρω χωριά, αυτοί κατάφεραν να σοδιάζουν το κρασί που χρειαζόταν, για να μπορούν να το χαίρονται τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές και τις χρονιάρες μέρες. Κι οι πιο χρονιάρες δεν ήταν μονάχα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, αλλά και τα «Μπουμπουσιάρια», οι «Αποκριές», που γιορτάζονται σε πολλά μέρη της Δυτικής Μακεδονίας, από την Πρωτοχρονιά ως τα Φώτα με γενικό μασκάρεμα και με διονυσιακή διάθεση. Όσο για το ηλιαστό, το περίφημο παλιό δυνατό κρασί, αυτό είναι για σπάνιες επίσημες ώρες….». Ο Αγαπητός Τσοπανάκης υπηρέτησε ως φιλόλογος στο Ιστορικό Τραμπάντζειο Γυμνάσιο της Σιάτιστας στην Κατοχή, είναι γνώστης των ηθών, εθίμων και του Σιατιστινού γλωσσικού ιδιώματος για το οποίο έχει κάνει πλατιά μελέτη (είναι δημοσιευμένη στο περιοδικό της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ 2». Ο Αγαπητός Τσοπανάκης υπήρξε τακτικός Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών (1998).

ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών σημειώσεων. Εν Αθήναις 1906, σελ.68». «Η αμπελοφυτεία της εκτάσεως ταύτης δικαιολογεί την φήμην της Σιατίστης ως οινοτρόφου χώρας παραγούσης και το περίφημον ηλιασμένο κρασί».

Τα φημισμένα κρασιά της Σιάτιστας φυλάγονταν στα βαρέλια που είναι τοποθετημένα στα πατρικά κατώγεια των αρχοντόσπιτων.

Τα κρασιά της Σιάτιστας είναι υψηλής ποιότητας και μεγάλης ποικιλίας αλλά και τέρψη μπορούν να μας χαρίσουν και ψυχική ευφορία να μας προσφέρουν:

Κερνάτε μας Σιατιστινό κρασί αρχοντοπούλες

είναι της λύπης γιατρικό και της ζωής η χάρη,

να σας θυμούμαστε γερές τις νύχτες, τις αυγούλες,

και στ’ όνειρο μας νάρχεστε με νιάτα και καμάρι.

Σήμερα η αμπελουργία στη Σιάτιστα άρχισε να ζωντανεύει. Μερικοί μερακλήδες Σιατιστινοί αμπελουργοί αγωνίζονται και έχουν κάνει σύγχρονα οινοποιεία και παραδοσιακά κατώγεια, όπως παλιά, για να κρατήσουν την παράδοση της αμπελουργίας στον τόπο μας.

Το αμπέλι θέλει δουλειά και φροντίδα. Θέλει χάιδεμα. Αλλιώς θα λέμε: Καλημέρα αμπέλι, καλώς τον τεμπέλη. Έχεις σταφύλια αμπέλι μ’ έσκαψες τεμπέλη.

Σ’ ένα δημοτικό τραγούδι ο αμπελουργός συνομιλεί με το πλατύφυλλο αμπέλι του:

Αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο

για δεν ανθείς, για δεν καρπείς, σταφύλια για δεν βγάνεις.

Μου χάλασες παλιάμπελο κι εγώ θα σε πουλήσω.

Μην με πουλάς, αφέντη μου κι εγώ σε ξεχρεώνω.

Για βάλε νιούς και σκάψε με, γέρους και κλάδεψέ με.

Βάλε γριές, μεσόκοπες, να με βλαστολογήσουν.

Βάλε κορίτσια ανύπαντρα να με κορφολογήσουν.

Όλο το σύμπαν υπάρχει σ’ ένα ποτήρι κρασί.

Άμα θέλεις να τα εκατοστίσεις το Σιατσνό κρασί να μη τ’ αφήξ.

Μ’ αρέσει το Σιατσνό κρασί σαν την καλή κουβέντα.

Ο ύπνος τρέφει το παιδί και ο ήλιος το μοσχάρι και το Σιατσνό μας το κρασί το γέροντα τον κάνει παλικάρι.

Το κρασί το Σιατσνό δος το μια να πάει κάτω κι η κορφή να βρει τον πάτω και όποιος θα πει κακό για μας να βγει το μάτι σα λουκμάς και η θυγατέρα του να ρθει με μας.

Όταν βρεθείτε στη Σιάτιστα αναζητήστε το ηλιαστό κρασί της,θα σας ταξιδέψει σίγουρα με το δικό του τρόπο.

Εγώ το πίνω το ηλιαστό κρασί, όχι για να μεθύσω,

Αλλά να βγάλω τη φωνή και να σας τραγουδήσω:

Ωραία που’ ναι η Σιάτιστα να ήταν πιο μεγάλη

Πώχει τα σπίτια τα ψηλά στο Γρίβα ντ’ Μπαλαμπάνη.

Αρχόντισσα περήφανη Σιάτιστα παινεμένη

είσαι στολίδι ζηλευτό σ’ όλη την οικουμένη.

Θα κλείσω τη σημερινή μου ομιλία με το παρακάτω εξάστιχο που παρουσιάζει παραστατικά την εξέλιξη των ποτηριών του κρασιού:

Το πρώτο φέρνει όρεξη,

το δεύτερο ευθυμία,

το τρίτο ζάλη φούντωση,

το τέταρτο φλυαρία,

το πέμπτο αναστάτωση,

το έκτο αστυνομία.

Η ομιλία αυτή πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Μ. Μπόντα, Τέως Δ/ντή της Μανουσείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας – Λαογράφου με την ευκαιρία της ημερίδας με θέμα: «Η αμπελοκαλλιέργεια και ο πολυδιάστατος ρόλος της στη ζωή του ανθρώπου» που έγινε από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης της Σιάτιστας, στις 11-2-2009, ημέρα Τετάρτη και ώρα 6.00 μ.μ. στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Σιάτιστας.

Exit mobile version