Η Αποκριά στην Κοζάνη είναι ένα πλέγμα εθίμων, ένα ισορροπημένο κράμα Αγροτικής και Αστικής Αποκριάς, που η πόλη είχε την τύχη ή τη σοφία να το βοηθήσει να ριζώσει στα σταυροδρόμια, τις πλατείες και στους δρόμους της. Κι από κει, με απίστευτη ελαστικότητα, πέρασε αλώβητο μέσα από τους αιώνες και επιβίωσε μέχρι σήμερα.
Ψυχαγωγία και ανατροπή
Κατά βάση βέβαια η Κοζανίτικη Αποκριά είναι μορφή Αγροτικής Αποκριάς με φανερή παγανιστική προέλευση. Συγκεντρώνει πράγματι τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά του είδους, κυρίως μαγικές και λατρευτικές τελετές, που έχουν βασικό σκοπό να υποβοηθήσουν τη γη να βλαστήσει. Όπως και όλα τα λατρευτικά έθιμα που συνδέονται με τα γυρίσματα του χρόνου και κυρίως το πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, διαθέτει κι αυτή μεγάλη ανθεκτικότητα καθώς είναι συνδεδεμένη με τη συνέχεια της ζωής.
Κατά δεύτερον είναι ανατρεπτική, καθώς προσπαθεί να «ακυρώσει» την καθιερωμένη φυσική και κοινωνική τάξη πραγμάτων, να φέρει τα πάνω-κάτω και να επιτρέψει τον ταλαιπωρημένο λαϊκό άνθρωπο να σηκώσει για λίγο κεφάλι και να χλευάσει ότι τον συνθλίβει. Τους άρχοντες, κοσμικούς και εκκλησιαστικούς. Τον καθωσπρεπισμό και την ηθική που τον σφίγγει σαν ανυπόφορος κορσές. Τις κοινωνικές συμβατικότητες. Το θάνατο.
Ταυτόχρονα όμως δεν παύει να είναι μια γιορτή με ψυχαγωγικό χαρακτήρα, ένας συνδυασμός γλεντιού κι απολαύσεων, σε συνύπαρξη παράλληλα εδώ και αιώνες με τη λατρεία των νεκρών.
Μέσα από τη μακρόχρονη πορεία της πάντως, τόσο στον τόπο μας όσο και σε άλλες περιοχές, η Αγροτική Αποκριά εμπλουτίστηκε με στοιχεία Αστικού Καρναβαλιού: με χορούς στα κέντρα και τις ταβέρνες, με παιδικά πάρτι, με αστικές μεταμφιέσεις, αλλά κυρίως με την Παρέλαση των Αρμάτων το μεσημέρι της Μεγάλης Αποκριάς.
Σήμερα κρατάει 12 μέρες, ξεκινώντας την Τσικνοπέμπτη και τελειώνοντας την Καθαρά Δευτέρα έχοντας εμπλουτιστεί με ένα σωρό δρώμενα: Υπαίθρια καθημερινά γλέντια στους Φανούς. Παρέλαση Αρμάτων. Χορευτικά και αυτοσχέδια θεατρικά στην Κεντρική Πλατεία. Χαμός στα μαγαζιά και στο κέντρο γενικότερα με μπάντες χάλκινων που περιδιαβαίνουν και ξεσηκώνουν ντόπιους και επισκέπτες. Παιδικό Καρναβάλι. Sourd Games, ένα ιδιότυπο κυνήγι θησαυρού για παιδιά των γυμνασίων. Ένα τεράστιο πάρτι νεολαίας λίγο πριν τη Μεγάλη Αποκριά που δίνει φτερά στα πόδια των χιλιάδων οπαδών του που συρρέον στο Κέντρο της πόλης εκείνη τη μέρα … Κι ένα σωρό άλλα έθιμα παλιότερα και νεότερα.
Πυρήνας και εστιακό της σημείο της όμως παραμένει o Φανός, εορταστική πυρά που ανάβει εδώ και αιώνες στα σταυροδρόμια της πόλης, αποδεικνύοντας τις βαθιές του ρίζες στις καρδιές των Κοζανιτών, που δεν μπορούν να διανοηθούν τις Αποκριές χωρίς αυτόν.
Ο Φανός
Παιδί παλαιοτέρων λατρευτικών πυρών στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, ο Φανός παραδίδεται με θαυμαστή συνέπεια από γενιά σε γενιά, αλλάζει, προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες ζωής αλλά δεν χάνει την ουσία του.
Είναι γλέντι και ξεφάντωμα γύρω από το βωμό της εορταστικής φωτιάς με φαγοπότι και οινοποσία, τραγούδι, χορό και αθυροστομία χωρίς όρια.
Εδώ και πολλές δεκαετίες έχει πάψει να είναι μια αυθόρμητη συγκέντρωση που στήνεται εύκολα, χωρίς προετοιμασία. Χρειάζεται οργάνωση και δουλειά, κυρίως από τους ανθρώπους της γειτονιάς, οι οποίοι λίγο μετά τα Χριστούγεννα αρχίζουν τις συγκεντρώσεις στο στέκι τους και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για να πετύχει η μεγάλη γιορτή. Μια γιορτή ανοιχτή και συμμετοχική που δεν προσφέρεται για ψυχρή παρατήρηση.
Το νυχτερινό διονυσιακό πανηγύρι αρχίζει το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς μετά το σούρουπο… Με το άναμμα του Φανού ξεκινούν και τα πρώτα τραγούδια. Το κέφι ανεβαίνει γρήγορα, και καθώς κρασί και κιχιά κυκλοφορούν και ζεσταίνουν πνεύμα και πόδια, ξεκινάει μια ιδιότυπη συνομιλία του πρωτοτραγουδιστή με τον κύκλο των γλεντοκόπων, μέσα από παμπάλαια τραγούδια που πέρασαν σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά.
Τα τραγούδια των Φανών
Στις εθιμικές πυρές της Αγροτικής Αποκριάς, όπως κι ο Φανός, κεντρικό ρόλο παίζουν το τραγούδι και ο χορός, τα οποία, εκτός από ψυχαγωγικό, έχουν επίσης λατρευτικό και τελετουργικό χαρακτήρα. Χόρευαν λοιπόν οι αγρότες κάτοικοι της Κοζάνης γύρω από τη φωτιά, εξορκίζοντας την κακοδαιμονία και καλώντας τις δυνάμεις του καλού να τους συντρέξουν στο δύσκολο έργο τους. Οι κινήσεις και τα βήματα του χορού τους περνούσαν από γενιά σε γενιά ίδια κι απαράλλαχτα, συνοδευτικά μάλλον του χορού και παρά αυθύπαρκτα χορευτικά μοτίβα.
Στο Φανό τα πρώτα τραγούδια που ακούγονται είναι τα λεγόμενα κλέφτικα, επικά τραγούδια δηλαδή, που υμνούν τα κατορθώματα των Κλεφτών ή αφηγούνται πώς ζούσαν οι αντάρτικες ομάδες πάνω στα λημέρια τους. Για τους Κοζανίτες η παρουσία τέτοιων τραγουδιών στο ρεπερτόριο της Αποκριάς δεν είναι άσχετη με τη θρυλούμενη σχέση των μαχητών της ελευθερίας με τους Φανούς.
Η δεύτερη κατηγορία είναι τα τραγούδια της αγάπης τα οποία δεν είναι δημιουργήματα της Αποκριάς. Πρόκειται για λυρικά λαϊκά έργα που τραγουδούν τον έρωτα και τα βρίσκουμε οπουδήποτε η κοινότητα αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί τραγουδώντας.
Μια τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει σκωπτικά τραγούδια. Αποκλειστικός σκοπός του τραγουδοποιού είναι εδώ η σάτιρα, η διακωμώδηση της κοινωνικής και πολιτικής τάξης και μέσα από αυτήν η ανατροπή της, έστω και προσωρινή.
Την πιο σημαντική θέση κατέχουν τα λεγόμενα ξινέντραπα ή μασκαραλίτκα ή και νοικοκυρίσια κατ’ ευφημισμόν, τα οποία είναι γεμάτα σεξουαλικές αναφορές, συγκαλυμμένες ή κι …απροκάλυπτες! Τα τραγούδια αυτά τόσο στο παρελθόν όσο και τώρα είναι κοινωνικά απολύτως αποδεκτά στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, ακούγονται ελεύθερα και τραγουδιούνται ακόμα κι από τα παιδιά και τις γυναίκες.
Το Αποκριάτικο τραγούδι καλά κρατεί. Το βρίσκουμε στους κύκλους γύρω από τη φωτιά, στους χορούς, στις συγκεντρώσεις. Ακόμα και στις εκδηλώσεις της νεολαίας τα ακούμε είτε στην original μορφή τους ή και σε πιο … μοντέρνες διασκευές! Η κάθε γενιά προσθέτει τα δικά της χαρακτηριστικά, τα δικά της εκφραστικά μέσα και δυνατότητες.
Ένα πάντως είναι σίγουρο. Χωρίς αυτά τα ιδιότυπα λαϊκά δημιουργήματα, η Κοζανίτικη Αποκριά θα ήταν ένα ακόμη συνηθισμένο υπαίθριο πανηγύρι. Και δεν θα ξεσήκωνε τόσους επισκέπτες να έρθουν από κοντά κι από μακριά για να το γνωρίσουν και να γλεντήσουν μέσα σε μια τόσο ξεχωριστή ατμόσφαιρα.
Από το Μπακλαβά στο Τριήμερο
Πολλά ιδιαίτερα φαγητά δεν γίνονταν στην Κοζάνη την Αποκριά, που να μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε εθιμικά. Το «τσίκνισμα» και η κατανάλωση κρέατος την Τσικνοπέμπτη μπήκε σχετικά πρόσφατα στη ζωή της πόλης. «Τσικνουπέμπτις κι τέτοια δεν ήξιράμι ικείνα τα χρόνια», μας είχε πει μια παλιά Κοζανίτισσα και μαζί της συμφώνησαν κι ένα σωρό άλλοι μεγαλύτεροι συμπολίτες μας. «Όλ΄ ικείν΄ ’ν ιβδουμάδα τηρούσαμι να φκιάσουμι τα χουντρά τα χουσμέτια, να σώσουμι ως τ΄ Μκρή ’ν’ Απουκρά κι να γένουμι καρναβάλια.!»
Αυτό που φρόντιζαν όμως να φτιάξουν οι νοικοκυρές για τις γιορτινές εκείνες μέρες ήταν ένα σιροπιαστό, στην καλύτερη περίπτωση μπακλαβά, το βασιλιά των ημερών, και στη χειρότερη σίγουρα κανταΐφι. Παράλληλα κουλούριαζαν και κάνα ταψί σουφρουτό, για να ξεγελούν τα παιδιά, για να μην πω και τους άντρες, που ανίχνευαν και στις πιο απίθανες κρυψώνες έτοιμοι να επιτεθούν στα «επίσημα» γλυκά, που προορισμός τους ήταν φυσικά να «ξιντρουπιάζιτι» η οικοδέσποινα στους επισκέπτες
Μόλις περνούσε η Κυριακή κι άρχιζε η Σαρακοστή το πρώτο μέλημα των γυναικών ήταν να κρύψουν σε σίγουρο μέρος όσο μπακλαβά είχε περισσέψει, για να ’χουν να κεράσουν των Αγίων Θεοδώρων. Αμέσως μετά απαλλάσσονταν από όσα αρτυμένα φαγητά τους είχαν μείνει από τις προηγούμενες μέρες, κι άρχιζαν τα … Κοζανίτικα τα κούλουμα! Άναβαν τα καζάνια μεσ’ στον ψόφο και στη συνέχεια κατέβαζαν κι έτριβαν με στάχτη τσιντσιρέδια, σνια, ταβάδες, τσουκάλια κι ό,τι άλλο σκεύος είχε να κάνει με φαγητό. Άρχιζε βλέπετε η Τρανή η Σαρακοστή, και η διατροφή τουλάχιστον την πρώτη εβδομάδα έπρεπε να είναι απαλλαγμένη από κάθε ίχνος ζωικού λίπους.
Το διατροφικό σήμα κατατεθέν της ημέρας ήταν και παλιά όπως και σήμερα η λαγάνα, που ζυμώνονταν νηστίσιμη, σαν τα άζυμα της Παλαιάς Διαθήκης. Από τα υπόλοιπα φαγώσιμα που θα κατανάλωναν οι κάτοικοι της πόλης εκείνη την ημέρα, κάποια αποτελούσαν μέρος της σπιτικής παραγωγής και ήταν πάντα διαθέσιμα: «ξινάδια», συνήθως μελιτζάνες τουρσί, κρεμμύδια, πράσα, φασόλια ή φακές, που θα αποτελούσαν και το κύριο μεσημεριανό φαγητό, καθώς και «σταφυλαρμιά» (σταφύλια σε πετιμέζι), «σιτζιούκια» (σουτζούκια), «μουστόπτις» (μουσταλευριές) και άλλα γλυκά με βάση το πετιμέζι.
Εκδήλωση της πιο πιστής τήρησης της νηστείας όμως αποτελούσε το Τριόημερο, που άρχιζε την Καθαρή Δευτέρα και διαρκούσε τρεις μέρες. Όσοι το κρατούσαν – κυρίως γυναίκες προχωρημένης ηλικίας – απείχαν πλήρως από κάθε φαγητό ή ποτό. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες έπιναν μόνο λίγο νερό μετά τη δύση του ηλίου, ενώ ο Νάσης Αλευράς υποστηρίζει ότι «η μόνη τους τροφή ήταν δυο καφέδες, που τους έπιναν τον έναν στις δέκα το πρωί και τον άλλον στις τέσσερις το απόγευμα».
Η Χάσκα
Το εθιμικό αυτό παιχνίδι παιζόταν μεταξύ των μελών της οικογένειας το βράδυ της Κυριακής, μόλις τελείωνε το τελευταίο πριν τη νηστεία αρτυμένο δείπνο. Τις περισσότερες φορές όμως γινόταν στο σπίτι του γεροντότερου μέλους του σογιού, της γιαγιάς συνήθως, όπου μαζεύονταν όλα τα παντρεμένα παιδιά της με τις οικογένειές τους, για να «συγχωρεθούν» μεταξύ τους και να μπουν καθαροί στη Σαρακοστή.
Ο αρχηγός της ομήγυρης, ο παππούς ή ο μεγαλύτερος θείος έπαιρνε τον «κλώστη» (πλάστη), έδενε στη μια άκρη ένα ράμμα και απ’ αυτό κρεμούσε ένα βρασμένο και ξεφλουδισμένο αβγό. Στη συνέχεια το κουνούσε μπρος-πίσω κατευθύνοντάς το στο στόμα του κάθε παρισταμένου, ο οποίος καθόταν με το στόμα ανοιχτό και τα χέρια πίσω, προσπαθώντας να το αρπάξει με τα δόντια μέσα σε γέλια και σε πειράγματα από τους υπόλοιπους». Το έθιμο απαντούσε σε πολλά μέρη της Ελλάδας για να τηρηθεί η Σαρακοστιανή επιταγή που απαιτούσε «με αβγό να κλείνει το στόμα στο τέλος της Αποκριάς και με αβγό να ξανανοίγει το βράδυ μετά την Ανάσταση.
Ανθεκτικότητα
Πολλά έχουν αλλάξει μέσα στα χρόνια, αλλά τίποτα δεν έχει χαθεί. Να ευχόμαστε να κρατάει τη λαϊκή της βάση η Αποκριά μας και να έχει όσο γίνεται πιο ελαστικά τοιχώματα για να χωράει τις ανάγκες για έκφραση της καινούργιας κοινωνίας που το τελεί κάθε φορά αλλά και των δύσκολων συγκυριών που προκύπτουν.