Ήρθαν οι μηχανικοί τ’ς Νουμαρχιας, έβγαλαν τα χαρτιά κι τ’σ κουρδέλις, μέτρησαν απου δω, μέτρησαν απου κει, για να γεν’ η πλατέα κι να σταματούν ικεί τ’ αυτουκίνητα. Ιδώ θα σ’κουθεί τοίχους, ιδώ θα πεσ’ τσιμέντου. «Κι αυτό το πηγάδι πρέπει να εξαφανισθεί», είπι ένας μηχανικός.
– Τι άκσα; Ρωτ’σι ου μπαρμπα-Τριαντάφ’λλους (Θος σ’χουρεστον!)
– Λέω παππού, πως αυτό το πηγάδι πρεπει οπωσδήποτε να σκεπαστεί, να σφραγιστεί…
– Άκσι πηδί μ, αυτό του μπ’ναρ είνι του χουριό μας, εινι η ζουή μας…
– Εχ’ δίκιου, ου μπαρμπα -Τριαντάφ’λλους, μπήκι στ’ μέσ’ ου μουχτάρ’ς
– Εχ’ δίκιου, φώναξαν θαριττα κι οι άλλ’ οι χουριανοί. Του μπ΄ναρ του θέλουμι. Χαρές θα γένουτι κι χαρές δε θα ριζων’ν χουρις νιρό απ’ τ΄ς Καλόγριας του μπ’ναρ. Άμα μας κλειστι αυτό του μπ΄ναρ , μι τι νιρό θα λούζουμι το γαμπρό;
Τηρήθ΄καν ου ένας τουν άλλουν οι μηχανικοί κι θέλτσαν να μαθ’ν τα καθέκαστα. Έκατσαν σ’ν πιτρουκουπάνα δίπλα στου μπ’ναρ, έβγαλαν του μπακέτου κι άναψαν τσιγάρου. Έβγαλαν κι οι χουριανοί ‘ν καπνουσακούλα κι έστριψαν απου ένα σερτ’κου σερτ’κου. Έκατσι διπλα στ’σ μηχανικοί κι ου παπάς, ισιαξι λίγου τα γένια κι τα μ’στακια τ, έβγαλι του μαύρου του κουμπουλόι απ’ τ’ μέσα τ’ τζιέπ π του ράσου κι αρχίντσι χουντρά χουντρά να τ΄ς λέει:
– Του μπ’ναρ αυτό που γλεπ’τι έχ’ ιστουρία. Το φκιασαν δυο καλουγριές. Η Θεοδότα κι η Βγινία, τα κουριτσια τ’ Γιάνν΄ τ’ Κουτσίανν. Του χ(ει)μώνα του νιρό φτάν’ ως του μπιλιτζίκ\ του καλουκαίρ΄κρατάει κάναν κουβά στουν πάτου, όμως δε στειβ’. Σι κάθι χαρά απ’ τη δω παίρνουμι νιρό κι λούζουμι του γαμπρό. Σαν κουντεψ’ να χαράξ΄, ΄ν Κυριακή κι σκουλάσ’ του νυχτιάτκου του γλέντ’ στου σπίτ’ του γαμπρού, έρ’ντι ιδώ, μπρουστά οι γιουφτ΄μι τα λαλούμινα κι μι τα μάτια πρησμένα απ΄ν’ αυπνία κι απ΄του πουλυ κι παραπισ’ ου γαμπρός, η νουνιά, τα μπρατίμια, τα σοία κι οσ’ άλλ’ μπόρισαν κι άντιξαν ολ’ νύχτα ως ν’ ώρα ιτούτ’. Αραδιάζντι γύρυ στου μπν’αρ, ριχν’ μέσα τρια τ’φεκια ου μπράτμους ου τρανός, κατιβάζ η νούνα τουν κουβα, τουν κ’ναει πέρα δώθι για να γιμώς καλά, τουν ανιβάζ αγάλια γάλια, χυν του νιρό στου γκιούμ’ του στουλτσμένυ μι βασιλκο κι λουλούδια κι τραγ’δουν:
Ψηλόλ βουνό ανέβηκα να πιλικήσου μάρμαρου,
Να βγάλου μια κρυγιόβρυση, να παν’ οι μπράτ’μοι γι νιρό, να μπιρμπιρίσουν του γαμπρό.
Γλυκουχαράζουν τα βουνά κι οι όμουρφις κοιμούντι,
Παίρνου κι γω του γρίβα μου, πάγου να τουν πουτίσου.
Παπαδοπούλα στάυρουνα, πουρχιτι απ’ τ΄αμπέλι,
πώχει τα κίτρα στην πουδιά, τα μήλα στου μαντήλι.
Τη ζήτησα ένα κι εγω κι μου δώσι πέντι.
– Δε θέλω ιγώ τα κίτρα σου τα τσαλαπατημένα,
μον’ θέου του κουρμάκι σου του μουσχουμυρισμένου.
Γύρνούν ύστιρα στου σπίτ’ , ζιστάιν΄ν του νιρό κι λούζ’ν κι ξουρίζ’ν του γαμπρό. Καταλαβαιν’ τι τώρα γιατί του θέλουμι να το χουμι του μπ’ναρ. Θα μι πείτι χάθ’ κι του χουριό για ένα γκιουμ’ νιρό; Χάθ’κι βέβηα! Γιατί του νιρό αυτό δεν εινι σαν τ’ αλλα εινι αγιασμένου μι μαϊά απ’ τ’ Αγια Μέρη. Πήγαν οι καλουγριές στου χατζ΄λικ, προυσκύντσαν στουν Άγιου Τάφου κι ‘φιραν απου κει αγίασμα. Κι ετσ’ κάθι γαμπρός πρεπ’ να λούζιτι μι τουτου του νιρό.
– Έχετε δίκιο, πάτερ, ειπι ου τρανύτιρους απ’ τ’ς μηχανικοί κι κούντσι μι κατανόησ’ του κιουφάλ’ τ. Γι αυτό και η πλατεία θα γίνει και το πηγάδι θα μείνει.
Έτς’ κι ίγκι!
Πηγή: Ανασελιτσιώτικα, Σύλλογος Βοιώτων Κοζάνης, Λάζαρος Αθ. Παπαϊωαννου, Κοζάνη 1980