Η γυναίκα του μάστορα, είναι αυτή στην οποία οφείλεται η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του περιοχής του Ζουπανίου.
Είναι η γυναίκα με το ομορφοδεμένο κροσσάτο μαντίλι στο κεφάλι με το καθάριο πρόσωπο. Η ζωή της κυλούσε μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία που οι διαπροσωπικές σχέσεις ρυθμιζόταν από αυστηρούς και παντοδύναμους άγραφους νόμους.
Για την τύχη της αποφάσιζαν οι γονείς της. Εκείνοι διάλεγαν τον άντρα που θα πορευόταν σε όλη της τη ζωή και αυτή απλώς δεχόταν σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα την επιλογή των γονέων της. Ο σύντροφος επιλεγόταν από το χωριό, ενώ πολλές φορές ήταν γείτονας. Γαμπροί και νύφες από γειτονικά χωριά σπάνια υπήρχαν.
Από τη μέρα που έμπαινε στο καινούριο σπίτι ως νύφη, η ζωή της άλλαζε. Οι ζουπανιώτες είχαν μια παροιμία «Οχ οπού ήξιρις νυφούλα μ’ άλλα οπού βρήκις». Η μάνα της την είχε διαπαιδαγωγήσει και προϊδεάσει για τις δυσκολίες και ιδιαιτερότητες που θα συναντούσε στο νέο της περιβάλλον. Για επιστροφή στο πατρικό, δεν υπήρχε περίπτωση. Η διαγωγή και η συμπεριφορά της πρώτης αδερφής ως νύφης ήταν συστατικό για τις μικρότερες αδερφές. Το πρώτο κορίτσι πάντρευε και τα άλλα. Μετρούσε πολύ τα λόγια της μιας και δεν έπρεπε να ακουστεί κάτι άσχημο. Η κοινωνία έκρινε αυστηρά της τάση της νύφης. Για ότι στραβό η νύφη έφταιγε. Είχε βγει και παροιμία «όλα τα στραβά ψωμιά, η νύφ’ τα φκιαν». Οι άγραφοι νόμοι και τα ήθη και τα έθιμα επέβαλαν να εμφανίζεται χαμογελαστή, πρόθυμη και ευδιάθετη πάντα .
Οι καθημερινές της ασχολίες:
Ξυπνούσε πάντα χαράματα και οι δραστηριότητες κάλυπταν τον κύκλο της οικογένειας μέσα και έξω από το σπίτι.
Κάθε νοικοκυριό έτρεφε μερικά γιδοπρόβατα από τα οποία εξασφάλιζαν το γάλα, το τυρί, το κρέας, το μαλλί με το οποίο κατασκεύαζαν στρωσίδια, σκεπάσματα και όλα τα είδη ένδυσης ανδρών και γυναικών. Είχε να φροντίσει τα ζώα, την οικογένεια, να μαγειρέψει, να μεταφέρει νερό από τα πηγάδια του χωριού, ενώ στον ελεύθερο χρόνο της, ο αργαλειός του σπιτιού μόνιμα στημένος σε μια γωνιά του σπιτιού την περίμενε για να υφάνει την προίκα των κοριτσιών της, τα στρωσίδια κτλ
Στις εποχιακές εργασίες ήταν πρώτη. Βοηθούσε στην προετοιμασία του εδάφους του αμπελιού, έκοβε τα χόρτα για το τάισμα των γιδοπροβάτων, τον Αύγουστο βοηθούσε στη μεταφορά των ξύλων για τα τζάκια, το Σεπτέμβριο ετοίμαζε τα κρασοβάρελα για την προετοιμασία του τρύγου, βοηθούσε στο μάζεμα τον κάστανων, και το Δεκέμβρη στο σφάξιμο του γουρουνιού, με την παραγωγή των λουκάνικων, του λίπους κτλ
Η γυναίκα του μάστορα δεν ήταν όμως συνέχεια στο σπίτι. Έπαιρνε μέρος και στις δημόσιες οικογενειακές και κοινωνικές εκδηλώσεις, σε συνοδεία με τον άντρα της. Συμμετείχε ενεργά στους αρραβώνες, στις βαφτίσεις, γάμους, κτλ.
Αλίμονο όμως αν χήρευε. Η ζωή της ήταν ισόβια δεσμά αναγκασμένη να τυλιχτεί στα μαύρα σε όποια ηλικία και αν βρισκόταν, και η συμπεριφορά της από την κοινωνία ήταν συνέχεια στο στόχαστρο. Η συμμετοχή στις δημόσιες και κοινωνικές εκδηλώσεις ήταν καθαρά τυπική και δεν επιτρεπόταν να στεφανώσει επειδή πίστευαν πως θα έχουν την ίδια τύχη. Τα αγόρια της επίσης δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος σε διάφορες φάσεις του γάμου όπως το κουβάλημα του νερού από τη βρύση για να πλυθεί η νύφη ή ο γαμπρός.
Δεν μπορούσε φυσικά να ξαναπαντρευτεί σε αντίθεση με τον άντρα χήρο που αν είχε και μικρά παιδιά έπρεπε να βρει μια γυναίκα για να μη μείνουν τα παιδιά χωρίς τη φροντιδα της μάνας.
Πηγή: Σωτηρία Κάσσου, Ζουπανιώτες Κουδαραίοι, Πολιτιστικός Σύλλογος Πενταλόφου 2015