Τα Κάλαντα στον Πεντάλοφο Βοΐου
Κείμενο: Σοφία Κυρτσίδου
Η ελληνική λαϊκή παράδοση αποτελούσε και αποτελεί ακριβό εθνικό θησαυρό και πολύτιμη κληρονομιά με ρίζες στα αρχαία χρόνια. Η μελέτη της λατρείας, των ηθών και των εθίμων φανερώνει ότι υπάρχει χωρίς διακοπή ο ίδιος χαρακτήρας του λαού μας και η ίδια νοοτροπία για τη ζωή. Η αδιάκοπη έρευνα και καταγραφή των παραδόσεών μας σημαίνει περισυλλογή της ιστορικής μνήμης καθώς και βάθεμα της συνείδησης. Η επανάληψη λοιπόν των ηθών, των εθίμων και των παραδόσεων διατηρούν την ιστορική συνέχεια του κάθε τόπου.
Όπως σε όλα τα μέρη της πατρίδας μας, την παραμονή των Χριστουγέννων ψάλλονται τα κάλαντα ή κόλλιαντα όπως λέγονται στον Πεντάλοφο. Σήμερα τηρούνται μερικά από τα τοπικά έθιμα αλλά πιο παλιά που υπήρχαν περισσότερα παιδιά γινόταν με μεγαλύτερο ενθουσιασμό και ενδιαφέρον. Από τις αρχές του Δεκέμβρη τα αγόρια του κάτω μαχαλά συγκεντρώνονταν στο προαύλιο της Αγίας Βαρβάρας και χτυπούσαν με όση δύναμη μπορούσαν την καμπάνα ο καθένας με τη σειρά. Το χτύπημα της καμπάνας ήταν για τους χωριανούς λες και είχε ψυχή, ήταν λες και ξεκινούσε μια μυστική κουβέντα μεταξύ τους. Δεν το επηρέαζε ούτε η βροχή, ούτε το κρύο, ούτε το χιόνι και η παγωνιά. Ήταν μια ψυχική εκτόνωση, μια διασκέδαση, ένα παιδικό πανηγύρι που γέμιζε τις ψυχές με αγαλλίαση. Το έθιμο αυτό φτάνει μέχρι και τις μέρες μας.
Δύο-τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα της προπαραμονής των Χριστουγέννων όλα τα αγόρια της γειτονιάς μαζευόταν κρατώντας ένα τρουβά, με μια ‘’Τζουμπανίκα’’ με λίγα κομμάτια δαδί ή με έναν τενεκέ γεμάτο στάχτι και πετρέλαιο για να φωτίζονται στα σκοτεινά και παγωμένα σοκάκια και ξεκινούσαν προκειμένου να επισκεφτούν όλες τις γειτονικές οικογένειες. Στη διαδρομή από το ένα σπίτι στο άλλο έψελναν το ‘’Καλήν ημέραν άρχοντες , αν είναι ορισμός σας , χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας…’’. Μέχρι τα ξημερώματα τελείωναν τα σπίτια και οι τρουβάδες γέμιζαν με κουλούρες, κάστανα και υπόξινα μήλα.
Όσοι από την παρέα είχαν περισσότερο θάρρος έλεγαν ένα ζωηρότερο τραγούδι. ‘’Κι αν δεν μου δίνεις κόλιντα δωσ’ μου ένα κορίτσι. Και τι το θέλεις γάιδαρε το ξένο το κορίτσι? Να μ’ ρίχν’ νερό να νύβομαι , να στρώνει να κοιμούμαι’’.
Μέχρι τα ξημερώματα τελείωναν όλα τα σπίτια και έπειτα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Την ημέρα των Χριστουγέννων μετά τη Θεία Λειτουργία επέστρεφαν στο σπίτι για το μεσημεριανό τραπέζι. Το βράδυ εάν το επέτρεπε ο καιρός γινόταν στη Λόντζια και ο υπαίθριος παραδοσιακός χορός. Τη δεύτερη μέρα οι γαμπροί πήγαιναν στο σπίτι της πεθεράς και φιλεύονταν.
Πηγή: Ο Πεντάλοφος Βοΐου, Χρήστου Γ. Καζαρίδη, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1991.