Το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής Δομαβιστίου βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Σινιάτσικου/Ασκίου της Δυτικής Μακεδονίας, τρία χιλιόμετρα του δρόμου από Εράτυρα-Πελεκάνο προς το Σισάνι, στα όρια των χωριών Πελεκάνου και Ναμάτων. Είναι γνωστό ως Αγία Παρασκευή απ’ το Ντοβαμίστι, όνομα χωριού ανύπαρκτου σήμερα, το οποίο άκμασε κατά την Τουρκοκρατία και μετονομάστηκε σε Φλαμουριά. Γι’ αυτό είναι γνωστό ως Αγία Παρασκευή Φλαμουριάς.
Ίδρυση και λειτουργία του μοναστηρίου
Το μοναστήρι είναι το αρχαιότερο της επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης. Τρεις γραπτές μαρτυρίες προσδιορίζουν χρονολογικά την ίδρυση του μοναστηρίου. Στο 14ο αιώνα ανάγουν οι δύο και στον 12ο η τρίτη. Η πρώτη είναι του Σεβαστείας Άνθιμου, σε μια πραγματεία του για τα μοναστήρια της επαρχίας Σισανίου. Σύμφωνα μ’ αυτήν, στο ναό υπήρχε εικόνα, που δεν σώζεται σήμερα με χρονολογία 1362 και μνεία ότι στέλνεται η εικόνα στο «μοναστήριον της Αγίας Παρασκευής». Η άλλη μαρτυρία είναι μια ενθύμηση σε Μηναίο που ρητά αναφέρει ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1329. Η τρίτη μαρτυρία προέρχεται από επιστολή που το έτος 1914 ο ηγούμενος Στέφανος Ρεμούνδος στέλνει στο δασάρχη Κοζάνης και στην οποία αναφέρεται ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε προ 720 ετών, δηλαδή το 1194.
Αν και δεν έχουμε απόλυτη συμφωνία των μαρτυριών αυτών, φαίνεται ότι το μοναστήρι είναι αρχαιότατο. Κάποιες προφορικές παραδόσεις για ίδρυση στον 8ο ή 9ο αιώνα είναι ατεκμηρίωτες, καθώς και η πληροφορία ότι ήταν σταυροπηγιακό. Στα πλαίσια του θρύλου κινούνται λαϊκές παραδόσεις για το ότι η Αγία Παρασκευή εμόνασε εδώ. Αναφέρονται βέβαια στην Αγία Παρασκευή την Επιβατινή και όχι την Οσιομάρτυρα.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη λειτουργία του μοναστηριού ως το 1761-1769 οπότε, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή, ήλθε κάποιος ιερομόναχος Μωϋσής από το Βελιγράδι, ο οποίος ανακαίνισε «το παλαιόθεν εριπομένον μοναστήριον». Μια ενθύμηση του 1700 κάνει λόγο για τα Ορλωφικά και για καταστροφή του δάσους του μοναστηριού από κάμπια. Την ενθύμηση έγραψε ο ιερομόναχος Παΐσιος. Από γραπτά κείμενα φαίνεται ότι ηγούμενος του μοναστηριού από το 1800, ίσως και νωρίτερα, ως το 1840 χρημάτισε ο ιερομόναχος Κυπριανός από τη Λευκωσία της Κύπρου. Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του ανακαινίστηκε το μοναστήρι, αλλά και ληστεύθηκε τρεις φορές.
Μετά τον ηγούμενο Κυπριανό αναφέρονται ηγούμενοι και εφήμεροι: ο παπα-Δαφίνης από τη Σέλιτσα/Εράτυρα , ο γιος του παπα-Κώτσιος, ο παπα-Θεοχάρης, ο παπα-Νικόδημος, ο παπα-Συνέσιος, ο παπα-Γεράσιμος, ο παπα Ιωαννίκιος, ο παπα-Χατζή Ιερόθεος, ο παπα-Χρύσανθος και το 1871 ανέλαβε ηγούμενος ο αρχιμανδρίτης Διομήδης Κ. Τσάτσου, καταγόμενος από το πλησιέστερο χωριό Πέκλα/Πελεκάνος και προερχόμενος από τη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους.
Ο μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος συγκρότησε επιτροπή αναστήλωσης με προοπτική να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες στο ναό, να ευπρεπισθεί ο χώρος και να ανεγερθεί και κάποιο άλλο οίκημα, ώστε να θυμίζει ότι κάποτε λειτούργησε μοναστήρι. Πράγματι, ο αείμνηστος Μιχάλης Γκάνας λίγο προ του θανάτου του αξιώθηκε να εγείρει «ιδίαις δαπάναις» λαμπρό οικοδόμημα, υπό την επίβλεψη του ιερομονάχου π. Κοσμά Λαμπροπούλου, ο οποίος και ανέλαβε την σύμπηξη μοναχικής συνοδείας.
Το καθολικό
Από το όλο κτιριακό συγκρότημα σήμερα σώζεται μόνο ο ναός. Από περιγραφή του ηγούμενου Διομήδη και επιστολή του ίδιου στον μητροπολίτη Σισανίου Αθανάσιο το 1891, φαίνεται ότι το μοναστήρι είχε λαμπρά κτίσματα, κατεδαφίστηκαν και σήμερα μένει μόνο ο ναός, άφωνος μάρτυς ενός ιστορικού παρελθόντος.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα εισήγησης του συνεδρίου «Μέρες Γιορτών Βοΐου Πέλεκον» το έτος 2016.