Καστοριά και Σέρβια: Δύο βυζαντινές «πόλεις – κάστρα» της Δυτικής Μακεδονίας[1]
Αναστασία Δ. Βακαλούδη
Δρ Βυζαντινής Ιστορίας, Δρ Διδακτικής της Ιστορίας και της Αξιοποίησης των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας στη Διδακτική
Διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Εισαγωγή
Κατά τα τέλη της ρωμαϊκής και τις αρχές της βυζαντινής περιόδου, οι αρχαίες πόλεις υποβιβάζονται στο επίπεδο της κώμης και του κάστρου. Τα πολλά κάστρα και φρούρια ξεχωρίζουν πλέον καθαρά από τις λίγες μεγάλες πόλεις, καθώς, μάλιστα, ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα τους, ορισμένες μικρές πόλεις «μετακομίζουν» και αυτές από τις πεδιάδες στα βουνά, χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς άρχισε αυτή η διαδικασία[2].
Σταδιακά, από τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, οι αμυντικές δυνατότητες της γεωμορφολογίας του εδάφους έπαιζαν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην επιλογή θέσεων για την ίδρυση νέων αλλά και για τη μετακίνηση ή τη συρρίκνωση παλαιών οικισμών και αστικών κέντρων. Οι βυζαντινές πόλεις του ελλαδικού χώρου της μέσης και της ύστερης βυζαντινής περιόδου υπήρξαν σε μικρότερο βαθμό συνέχεια των αρχαίων πόλεων και σε μεγαλύτερο βαθμό συνέχεια των αγροτικών κωμοπόλεων του 5ου και 6ου αι. οι οποίες απέκτησαν αμυντική οργάνωση προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές επιθέσεις και όπου αναπτύχθηκε υποτυπώδης βιοτεχνία[3]
Τον 10ο αι., οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούν τον όρο «κάστρο» για να δηλώσουν τειχισμένους οικισμούς, δηλαδή πόλεις. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος «πόλη – κάστρο» περιγράφει περιτειχισμένους οικισμούς σε υψώματα που είτε κτίσθηκαν για στρατιωτικούς σκοπούς είτε είχαν ιδιαιτέρως αυξημένη στρατηγική σημασία και, επομένως, είχαν την ανάλογη οχύρωση και στρατιωτική δύναμη. Ανάμεσα στις πόλεις αυτές, στη Δυτική
Μακεδονία, ξεχωρίζει η Καστοριά, «ὀχυρωτάτη οὖσα», ενώ από τις πιο χαρακτηριστικές «πόλεις – κάστρα» είναι τα Σέρβια. Περιγράφοντας τα Σέρβια, ο Ιωάννης Καντακουζηνός σημειώνει ότι η πόλη δίνει την οπτική εντύπωση ότι είναι μετέωρη, τονίζοντας με αυτόν τον μεταφορικό τρόπο την οχυρή της θέση[4]. Οι «πόλεις – κάστρα» ήταν «πολιτικά αυτόνομες» χάρη στην αμυντική τους ικανότητα. Εσωτερικά χαρακτηρίζονταν από ισχυρή παρουσία στρατού και δυνατών – μελών της αριστοκρατίας, που κυβερνούσαν την πόλη και διοικούσαν τον στρατό. Θα πρέπει μάλλον να υπήρχε και κάποιο εμπορικό στοιχείο. Κυριαρχούσε στις πόλεις αυτές η αγροτική οικονομία[5].
Καστοριά
Η πόλη είναι κτισμένη σε μια επιμήκη λωρίδα γης που εισχωρεί στη λίμνη της Καστοριάς και καταλήγει στα νότια σε ένα χαμηλό βουνό. Ο χώρος στον οποίο αναπτύχθηκε ορίζεται στα δυτικά από τον στενό «λαιμό» και στα ανατολικά από το απόκρημνο «Βουνό». Οι πληροφορίες από τα λείψανα της οχύρωσης, την ανασκαφική έρευνα και τις πηγές μάς πληροφορούν ότι στην εποχή του Ιουστινιανού επιλέχθηκε αυτή η οχυρή θέση, στη χερσόνησο – νησί της λίμνης, όπου βρισκόταν το ρωμαϊκό Κήλητρο ή Κέλετρο, για την ίδρυση μιας νέας πόλης, μετά την εγκατάλειψη της γειτονικής Διοκλητιανουπόλεως. Η πόλη αυτή οχυρώθηκε σταδιακά και η οχύρωσή της δέχτηκε αρκετές ανακαινίσεις. Η πρόσβαση στο εσωτερικό της πόλης από την ηπειρωτική χώρα γινόταν μέσω τριών πυλών, των οποίων η θέση έχει προσδιορισθεί με αρκετή ακρίβεια στην περίμετρο του τείχους του λαιμού[6].
Από την παλαιοχριστιανική περίοδο δεν έχει εντοπισθεί η θέση κάποιου ναού. Μοναδική ένδειξη για την ύπαρξη ενός εκκλησιαστικού μνημείου της περιόδου είναι το κιονόκρανο παλαιοχριστιανικών χρόνων που ανακαλύφθηκε στη δυτική πλευρά του τζαμιού γνωστού ως «Κουρσουμλί τζαμί». Το κιονόκρανο αυτό σε συνδυασμό με οικοδομικά λείψανα που εντοπίστηκαν στην ίδια περιοχή συνηγορούν στην ύπαρξη μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής στην τοποθεσία αυτή. Στην ίδια περίοδο ανάγεται το κιονόκρανο που προέρχεται από τον ναό των Ταξιαρχών. Από τα μέσα του 9ου αι., άρχισε για την πόλη μια περίοδος μεγάλης πνευματικής και πολιτιστικής ακμής, την οποία επιβεβαιώνει το πλήθος των διασωθεισών, τοιχογραφημένων στο σύνολό τους, εκκλησιών. Πρόκειται για μικρής κλίμακας ναούς, που ξεπερνούν τους δεκαπέντε, χρονολογούνται από τον 9ο αι έως τα τέλη του 14ου αι. και είτε ανήκαν σε ιδιώτες είτε λειτουργούσαν ως καθολικά μονών που αναπτύχθηκαν στην εντός και εκτός των τειχών Καστοριά[7].
Σέρβια
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα βυζαντινής «πόλης – κάστρου» είναι τα Σέρβια, κτισμένα σε στρατηγικό σημείο στον δρόμο από τη Μακεδονία προς τη Θεσσαλία. Η πόλη βρίσκεται στην κορυφή βραχώδους υψώματος που περιβάλλεται στα ανατολικά, δυτικά και νότια από βαθιές χαράδρες και δεσπόζει στην πεδιάδα του Αλιάκμονα, καθώς και στο πέρασμα από τη Δυτική Μακεδονία στη Θεσσαλία. Τα Σέρβια είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός βυζαντινός οικισμός της Μακεδονίας που έχει όλα τα στοιχεία μορφής και οργάνωσης των μεγάλων πόλεων της εποχής. Βρίσκεται σε θέση μεγάλης στρατηγικής σημασίας, γιατί μπορεί να ελέγχει τις προσβάσεις προς τη Θεσσαλία, είναι μεγάλος σε μέγεθος, διαθέτει ισχυρό αμυντικό σύστημα με εξωτερικό τείχος που περιβάλλει τον οικισμό, ακρόπολη στο υψηλότερο σημείο του λόφου και ένα δεύτερο επίπεδο άμυνας που εξασφαλίζεται με την παρουσία του διάμεσου τείχους. Στην περίπτωση των Σερβίων, το διάμεσο τείχος – μία τομή στην οχυρωματική τέχνη της βυζαντινής περιόδου – σχετίζεται με την αρχική οργάνωση του οχυρωματικού συστήματος της άμυνας της πόλης[8].
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή της πόλης από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, που προσπάθησε να καταλάβει τα Σέρβια από τους Σέρβους, το 1350[9]. Η πόλη είχε τρεις σειρές από τείχη, ώστε έμοιαζε σαν τρεις αλλεπάλληλες πόλεις. Το πρώτο επίπεδο ήταν κατοικημένο από πτωχούς, αλλά και άτομα ανώτερης καταγωγής και στρατιώτες. Το δεύτερο επίπεδο ήταν επίσης κατοικημένο, αλλά χρησίμευε και ως δεύτερη γραμμή ανάσχεσης. Η ακρόπολη, που αποτελούσε το έσχατο σημείο άμυνας του κάστρου και την έδρα του στρατιωτικού διοικητή της πόλης, περιέκλειε έκταση 2,5 στρεμμάτων. Την περιέβαλλε πολυγωνικό τείχος που ενισχυόταν με τέσσερις πύργους. Στην κάτω πόλη διασώζονται λείψανα μιας κεντρικής οδικής αρτηρίας που ξεκινούσε από την βόρεια πύλη και οδηγούσε στον επισκοπικό ναό[10].
Η ονομασία των Σερβίων προέρχεται από τον όρο «Φυλακαί», που διατηρείτο έως τις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. Όταν η πόλη των «Φυλακών» καταλείφθηκε από τους Ρωμαίους, ονομάστηκε στη λατινική γλώσσα «Servia» (= Φυλακτήρια, παρατηρητήρια) από το λατινικό ρήμα servo (= φυλάττω, παρατηρώ)[11].
Η πόλη των Σερβίων μαρτυρείται από τις αρχές του 10ου αι. ως έδρα επισκοπής, τέταρτη στην τάξη μεταξύ των δώδεκα που υπάγονταν στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Η μεγαλύτερη ακμή της πόλης κυμαίνεται από τον 10ο έως τον 13ο αι. Τα Σέρβια καταλάμβαναν 95 στρέμματα και χρησίμευαν για την προστασία του αγροτικού πληθυσμού και τον έλεγχο της περιοχής. Στα τέλη του 10ου αι., τα Σέρβια καταλήφθηκαν από τον Βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ, ενώ στα 1001 ανακαταλήφθηκαν από τον Βασίλειο Β΄[12]. Κατά τη διάρκεια της ύστερης βυζαντινής περιόδου, τα Σέρβια περνούν σταδιακά στην κυριαρχία των Φράγκων, των Σέρβων και, τέλος, των Οθωμανών, στα 1393. Τα τείχη στη σημερινή τους μορφή και στο μεγαλύτερο τμήμα τους χρονολογούνται στον 13ο και 14ο αι. και συνδέονται με τις πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα στην περιοχή και σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Σχετικά με τη χρονολόγηση των τειχών σημαντικές είναι οι πληροφορίες που διασώζουν οι πηγές. Στα 1259, ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος πέρασαν από τα Σέρβια και συνέλαβαν πολλούς κατοίκους του κάστρου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις πηγές, τα τείχη των Σερβίων που σώζονται μέχρι σήμερα οικοδομήθηκαν στο διάστημα μεταξύ 1018 και 1259. Μεταγενέστεροι θεωρούνται οι δύο πύργοι της ακρόπολης, των οποίων η διαφορετική τοιχοδομία και ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος μαρτυρούν την κατασκευή ή την ανακαίνισή τους στα χρόνια των Παλαιολόγων[13].
Στη ΒΔ γωνία της κάτω πόλης σώζεται βασιλική, εσωτερικών διαστάσεων χωρίς την κόγχη, 21,50 x 11,70 μ., που φέρει διακόσμηση με τοιχογραφίες και χρονολογείται λίγο μετά το 1000. Η βασιλική αυτή αποτέλεσε τον καθεδρικό ναό των Σερβίων και, τουλάχιστον, από τα τέλη περίπου του 12ου αι., όταν έγινε για δεύτερη φορά τοιχογράφησή της, ετιμάτο στο όνομα του Αγίου Δημητρίου[14].
Το αμυντικό σύστημα των Σερβίων αποτελείται από τρεις σειρές τειχών που ορίζουν αντίστοιχα τον χώρο της ακρόπολης, της άνω και της κάτω πόλης. Ο μικρότερος οχυρωματικός περίβολος περιβάλλει το υψηλότερο σημείο του λόφου και ενισχύεται από δύο ισχυρούς τετράπλευρους πύργους οι οποίοι πλαισιώνουν την είσοδο προς την ακρόπολη. Ορθογώνιοι και κυκλικοί πύργοι υπάρχουν και στο διάμεσο τείχος, που έχει πολυγωνικό σχήμα και περικλείει την άνω πόλη, έκτασης περίπου 20 στρεμμάτων. Τέλος, ένας μεγαλύτερος εξωτερικός περίβολος, ο οποίος δεν σώζεται σε όλο του το μήκος, ορίζει χώρο 75 στρεμμάτων, όπου αναπτύχθηκε η κάτω πόλη. Οι ανασκαφικές εργασίες έχουν αποκαλύψει μία πύλη στο μέσον περίπου του διάμεσου τείχους, μία κεντρική πύλη στο κέντρο της ΒΔ πλευράς του τείχους της ακρόπολης, καθώς και τρεις πυλίδες στην περίμετρο των τειχών της ακρόπολης, σε επαφή με τους πύργους[15].
Βορειότερα της βασιλικής, σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, σώζεται ο μικρός, μονόχωρος ναΐσκος των Αγίων Θεοδώρων (β΄ μισό του 11ου αι.). ΒΑ της βασιλικής, κοντά στο βόρειο τείχος, υπάρχει ακόμη ένας μικρός μονόχωρος ναός, διαστάσεων 4,40 x 2,65 μ., στον οποίο αργότερα προστέθηκε νάρθηκας. Η ανέγερση και η πρώτη τοιχογράφηση του ναού αυτού, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο, ανάγεται στα τέλη του 14ου αι. Κατά τη διάνοιξη δρόμου προς την ακρόπολη, σε απόσταση 70 μ. περίπου ΝΑ από το διάμεσο τείχος, αποκαλύφθηκε ακόμη ένας μονόχωρος ναΐσκος, διαστάσεων 6 x 4 μ., που αποδόθηκε στην ύστερη βυζαντινή περίοδο. Εκτός των τειχών βρίσκεται ο ναός των Αγίων Αναργύρων, που χρονολογείται στα 1510[16]. Αναφορικά με τον εντοπισμό οικοδομημάτων κοσμικού χαρακτήρα εντός του κάστρου έχουν αποκαλυφθεί λείψανα κτισμάτων, ιδιαιτέρως στον χώρο της ακρόπολης, χωρίς όμως να έχει ταυτισθεί η χρήση τους. Τέλος, σε λόφο ανατολικά της ακρόπολης εντοπίσθηκε το νεκροταφείο της πόλης[17].
[1] Το παρόν άρθρο είναι διασκευή του ομώνυμου άρθρου της Αναστασίας Δ. Βακαλούδη που δημοσιεύτηκε στο: Όψεις Πολιτισμού της Δυτικής Μακεδονίας. Μέρες Γιορτών Βοΐου. Πέλεκον. Πρακτικά Ημερίδων 2016, 2017, 2018 (Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, 2021), σσ. 208-223.
[1] Λιβανίου, Λόγος 49, 31, έκδ. Norman, Libanius: Autobiography and Selected Letters, vols 1-2, (Loeb Classical Library) Harvard University Press, Cambridge, MA and London 1992, II, 436. Τ. Λουγγής, Η εξέλιξη της Βυζαντινής πόλης από τον τέταρτο στο δωδέκατο αιώνα, Βυζαντιακά 16 (1996), 33-67, 39.
[1] Ν. Μπακιρτζής, Τα τείχη των βυζαντινών πόλεων: Αισθητική, ιδεολογίες και συμβολισμοί, στο: Οι βυζαντινές πόλεις, 8ος – 15ος αι. (επιμ. Τ. Κιουσοπούλου), εκδ. Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2012, 139-158, 143-144. Δ. Μονιούδη-Γαβαλά, Πόλεις και οικισμοί της βυζαντινής περιόδου, στο: Της ιδίας, Η ελληνική πόλη από τον Ιππόδαμο στον Κλεάνθη, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα, ΣΕΑΒ, Αθήνα 2015, 22-44, 23.
[1] Ιωάννου του Καντακουζηνού Αποβασιλέως Ιστοριών Βιβλία Δ, έκδ. L. Schopen, Ioannis Cantacuseni Eximperatoris Libri IV, τόμ. 1-3, Bonn 1828-1832, τόμ. 3, IV, 19, σ. 130, 12-14. Δ. Ευγενίδου, Τα βυζαντινά κάστρα, 8-9. Ν. Μπακιρτζής, Τα τείχη, 142.
[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, 240.
[1] Ό.π., 156.
[1] Ό.π., 156.
[1] Τ. Κιουσοπούλου, Η ύστερη βυζαντινή πόλη, Αρχαιολογία & Τέχνες 64 (Σεπτέμβριος 1997), 59-64, 62. Φ.Γ. Καραγιάννη, Οι Βυζαντινοί οικισμοί, 91.
[1] Ιωάννου του Καντακουζηνού Αποβασιλέως Ιστοριών Βιβλία Δ, IV, 19, σσ. 130, 12 – 131, 17. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, 240.
[1] Α. Ξυγγόπουλος, Τα μνημεία των Σερβίων, Τυπογραφείον Μ. Μυρτίδου, Αθήνα 1957, 10. Ν.Κ. Μουτσόπουλος, Η πρώιμη βυζαντινή και η μεσοβυζαντινή πόλη, 55-56. Φ.Γ. Καραγιάννη, Οι Βυζαντινοί οικισμοί, 172, 91. Α.Σ. Πέτκος, Βυζαντινά Κάστρα, παρ. 30, 32.
[1] Servia, Greece, Omics International. Ανακτήθηκε 1/7/2018, από: http://research.omicsgroup.org/index.php/Servia,_Greece. Ν. Κιούσης, Μια κρυμμένη ομορφιά, Η Καθημερινή, Αρχείο Πολιτισμού, 10/10/2009. Ανακτήθηκε 1/7/2018, από: http://www.kathimerini.gr/372548/article/politismos/arxeio-politismoy/mia-krymmenh-omorfia.
[1] Ιωάννου Σκυλίτζη, Σύνοψις ιστοριών, έκδ. J. Thurn, Ioannis Scylitzae synopsis historiarum, De Gruyter, Berlin 1973, 8. 43.
[1] Δ. Ευγενίδου, Τα βυζαντινά κάστρα, 10. Φ.Γ. Καραγιάννη, Οι Βυζαντινοί οικισμοί, 172-173. Α.Σ. Πέτκος, Βυζαντινά Κάστρα, παρ. 31, 33.
[1] Φ.Γ. Καραγιάννη, Οι Βυζαντινοί οικισμοί, 173.
[1] Ό.π., 172.
[1] Ό.π., 173.
[1] Ό.π., 173.
Λεζάντες για εικόνες
Εικ. 1
Τοπογραφικό Καστοριάς (Π. Τσολάκης, Συμβολή στη μελέτη των οχυρώσεων της Καστοριάς, Μνημείον και Περιβάλλον 3 (1996), 43-59, 49, εικ. 4)
Εικ. 2
Τοπογραφικό κάστρου Σερβίων