Την Κυριακή της Απόκρεω (Μ’κρες Απουρκές) το βράδυ σε όλες τις γειτονιές άναβαν φωτιές και γύρω από αυτές τραγουδούσαν και χόρευαν. Ήταν μια προθέρμανση για το μεγάλο ξεφάντωμα με τις διονυσιακές εκδηλώσεις της επόμενης Κυριακής της Τυροφάγου (Τρανής Απουκράς).
Η Κυριακή της Τυρινής (Τρανές Απουκρές) στο Σκαλοχώρι γιορταζόταν με πολλές εκδηλώσεις διονυσιακού χαρακτήρα και γενικό ξεφάντωμα. Την παραμονή της Τυρινής οι νοικοκυρές έβαφαν κιτρινοκκόκκινα αυγά βράζοντας τα με φλούδες από κρεμμύδια και ετοίμαζαν πλούσια φαγητά και γλυκίσματα με επικρατέστερο γλυκό το σαραγλί. Το πρωί της Κυριακής όλοι οι χωριανοί πήγαιναν στην εκκλησία και μετά τη Θεία Λειτουργία στο νάρθηκα αντάλλασσαν ευχές: «Καλή Σαρακουστή, Ν’ απουκρέψουμι μι γεία» και «σχουρνιούνταν», ζητούσαν δηλαδή συγχώρεση οι μικρότεροι από τους μεγαλύτερους φιλώντας τους το χέρι. Τα κουμπαρούλια, ( τα βαφτιστήρια) πήγαιναν και φιλούσαν το χέρι των νουνών τους, οι νύφες πήγαιναν στο πατρικό τους για να χαιρετήσουν τους γονείς και να ζητήσουν συγχώρεση και μετά επισκέπτονταν και τη νονά τους. Όλοι οι μικρότεροι εκείνη τη μέρα φιλούσαν το χέρι των μεγαλύτερων και εκείνοι τους δώριζαν χρήματα, γλυκά, τους πρόσφεραν αυγά κιτρινοκόκκινα, γλυκίσματα.
Οι νέοι του χωριού μεριμνούσαν για τις κλαδαριές, τις μεγάλες φωτιές που θα άναβαν το βράδυ. Από τα σπίτια ή τα γειτονικά δάση μετέφεραν ξύλα στους ώμους τους ή με τα ζώα και ετοίμαζαν «τ’ λούρα», η οποία έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν ψηλότερη. Στο δάσος αναζητούσαν και έβρισκαν ένα ψηλό και ευθυτενές νέο δέντρο βαλανιδιάς (το λουμάκ΄), το οποίο έκοβαν, καθάριζαν τα κλαδιά και μετέφεραν στο χώρο της κλαδαριάς.
Υπήρχε ανταγωνισμός στις γειτονιές για το ποια θα έκανε την ψηλότερη κλαδαριά και θα τη φύλαγε καλύτερα, ώστε το βράδυ να καεί τελευταία. Έτσι, αφού στηνόταν η κλαδαριά, οι νέοι της γειτονιάς τη φρουρούσαν για να μην έρθουν από άλλη γειτονιά και την κάψουν.
Μόλις νύχτωνε κάθε οικογένεια συγκεντρωνόταν στο σπίτι της «για ν’ απουκρέψ». Όλοι εκτός από τους νέους που φύλαγαν τις κλαδαριές, καθόταν γύρω από το τραπέζι, αλληλοασπάζονταν και ζητούσαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο, έτρωγαν και τσούγγριζαν τα ποτήρια τους με αγάπη. Ήταν μια από τις σημαντικότερες οικογενειακές συνεστιάσεις το τραπέζι της Αποκριάς με παρόντα όλα τα μέλη της οικογένειας.
Ακολουθούσε «ου χάσκας». Όλοι κάθονταν κυκλικά στο μεγάλο επίσημο δωμάτιο «στ’ ν παρ’ στιά». Η γιαγιά από το κέντρο του κύκλου έπαιρνε «τουν κλωστ» ή άλλη βέργα, έδενε στη μια του άκρη κλωστή μισού μέτρου και από την άλλη κρεμούσε ένα ξεφλουδισμένο καλοβρασμένο αυγό. Έπειτα με τον κλώστη στο χέρι και το κρεμασμένο αυγό, πλησίαζε τον κάθε ένα που καθόταν στον κύκλο και με τέχνη και πειράγματα κουνούσε το αυγό μπροστά στο ανοιχτό στόμα του δυο – τρεις φορές ενώ εκείνος χάσκοντας προσπαθούσε να το πιάσει με τα δόντια του και να το φάει. Όσοι το πετύχαιναν ήταν και οι τυχεροί της βραδιάς.
Το αυγό αυτό ήταν το τελευταίο «αρτ’μένου» έδεσμα της περιόδου αυτής, αφού από την επόμενη μέρα ξεκινούσε η νηστεία της Σαρακοστής.
Μετά το χάσκα όλο το χωριό συγκεντρώνονταν στις κλαδαριές. Οι φλόγες της κλαδαριάς θεωρούνταν μέσο κάθαρσης απ’ όλα τα κακά, που τα έκαιγαν ή τα έδιωχναν μακριά από το χωριό.
Γύρω από τη φωτιά, όλοι τραγουδούσαν:
«Τις τρανές… μπρε, μπρε, μπρε…
Τις τρανές τις Απουκρές,
που τ’ς ανάβουν τις φουτιές,
απουκρεύουν του τυρί,
απουκρεύουν κι του…»
Πηγή: Σκαλοχώρι, Αριστοτέλης Χρυσ. Κωστόπουλος, Εκπολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Σκαλοχωριτών «Η Αγία Παρασκευή»